TONY IOMMI: Γεννιέται το 1948 ο πατέρας του heavy metal

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ- 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Ο Tony Iommi  γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1948, και είναι ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς μουσικούς. Ίδρυσε το πρωτοποριακό heavy metal συγκρότημα Black Sabbath και ήταν ο κιθαρίστας, ο ηγέτης, ο βασικός συνθέτης και το μοναδικό συνεχές μέλος του συγκροτήματος για σχεδόν πέντε δεκαετίες. Ο Iommi με τον μοναδικό προσωπικό του ήχο θεμελίωσε το heavy metal, ανοίγοντας νέους ηχητικούς ορίζοντες.

Γεννήθηκε στο Birmingham, το μοναχοπαίδι της Ιταλίδας μετανάστριας Sylvia Maria (Valenti), που γεννήθηκε στο Παλέρμο και του Anthony Frank Iommi. Οι γονείς της Sylvia ήταν ιδιοκτήτες αμπελώνων στην Ιταλία. Η οικογένεια ήταν Καθολική, αν και σπάνια πήγαιναν στην εκκλησία. Το οικογενειακό τους σπίτι στην περιοχή Park Lane του Aston στέγαζε επίσης ένα κατάστημα που ήταν ένα δημοφιλές σημείο συνάντησης στη γειτονιά με το σαλόνι να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και σαν αποθήκη του καταστήματος. Η μητέρα του κρατούσε το μαγαζί ενώ ο πατέρας του ήταν ξυλουργός.

Γεννημένος και μεγαλωμένος λοιπόν στο Handsworth του Birmingham, ο Iommi φοίτησε στο Birchfield Road School, όπου ο μελλοντικός συνεργάτης του Ozzy Osbourne ήταν κι αυτός, αλλά στην προηγούμενη τάξη. Σε ηλικία 8 ή 9 ετών, ενώ τον κυνηγούσε ένα άλλο παιδί, ο Iommi έπεσε και έκοψε το πάνω χείλος του. Κάπως έτσι απέκτησε το παρατσούκλι “Scarface”,  και όταν μεγάλωσε άφησε το χαρακτηριστικό του μουστάκι για να το καλύψει.

Σε ηλικία περίπου 10 ετών, άρχισε να γυμνάζεται και να μαθαίνει τζούντο, καράτε και αργότερα πυγμαχία σαν μέσο προστασίας απέναντι στις τοπικές συμμορίες που μαζεύονταν στη γειτονιά του. Ο Iommi ήθελε αρχικά να παίξει ντραμς, αλλά λόγω του υπερβολικού θορύβου επέλεξε την κιθάρα στην εφηβεία του, επηρεασμένος από τον Hank Marvin και τους Shadows. Από την αρχή έπαιζε κιθάρα αριστερόχειρας. Μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, ο Iommi εργάστηκε για λίγο σανυδραυλικός και αργότερα σε ένα εργοστάσιο κατασκευής δαχτυλιδιών. Δήλωσε ότι κάποια στιγμή δούλευε σε ένα κατάστημα μουσικής, αλλά τα παράτησε αφού κατηγορήθηκε άδικα για κλοπή.

Σε ηλικία 17 ετών, έχασε τις άκρες του μεσαίου και παράμεσου δακτύλου του δεξιού του χεριού (το χέρι του, αφού είναι αριστερόχειρας) σε ένα εργατικό ατύχημα την τελευταία μέρα της δουλειάς του σε ένα εργοστάσιο με λαμαρίνες. Ο Iommi θυμάται να του λένε πως”δεν θα παίξεις ποτέ ξανά”. Ήταν απλά απίστευτο. Κάθισα στο νοσοκομείο με το χέρι μου δεμένο και σκεφτόμουν, αυτό ήταν – τελείωσα. Αλλά τελικά επέμεινα”Εγώ δεν πρόκειται να το δεχτώ. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να παίξω”. Μετά τον τραυματισμό του, ο εργοδηγός του εργοστασίου  έπαιξε στον Iommi μια ηχογράφηση του διάσημου κιθαρίστα της τζαζ Django Reinhardt, η οποία τον ενθάρρυνε να συνεχίσει σαν μουσικός.

Τελικά αποφάσισε να συνεχίσει να παίζει αριστερόχειρας. Για να το κάνει αυτό, τοποθέτησε αυτοσχέδιες θήκες στα τραυματισμένα δάχτυλά του για να τα επεκτείνει και να τα προστατεύσει. Οι θήκες αυτές κατασκευάστηκαν από ένα παλιό μπουκάλι Fairy – “το έλιωσαν, πήραν ένα καυτό συγκολλητικό σίδερο και το έκαναν σαν δάχτυλο” – και έκοψαν τμήματα από ένα δερμάτινο μπουφάν για να καλύψουν το νέο του αυτοσχέδιο προσθετικό, που δημιούργησε δύο τεχνικά προβλήματα. Πρώτον, οι θήκες τον εμπόδιζαν να αισθανθεί τις χορδές, προκαλώντας την τάση να τις πιέζει πολύ δυνατά. Δεύτερον, είχε δυσκολία να λυγίσει τις χορδές, με αποτέλεσμα να αναζητήσει ελαφρότερες χορδές κιθάρας για να βολεύεται. Τέτοιες χορδές δεν κατασκευάζονταν εκείνη την εποχή, έτσι χρησιμοποίησε αναγκαστικά χορδές banjo, μέχρι περίπου το 1970–71 όταν οι Picato Strings άρχισαν να φτιάχνουν ελαφρές χορδές κιθάρας.

Ο Iommi είχε παίξει σε πολλά μπλουζ/ροκ συγκροτήματα, ένα από τα πρώτα από τα οποία ήταν οι Rockin’ Chevrolets από το 1964 έως το 1965. Προσχώρησε αργότερα στους The Birds And Bees, και όταν τους προσφέρθηκε δουλειά στη Γερμανία, ο Iommi αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.[ Από το 1966 έως το 1967, έπαιζε σε ένα συγκρότημα με το όνομα The Rest. Ήταν στους Rest που ο Iommi συνάντησε για πρώτη φορά τον μελλοντικό ντράμερ των Black Sabbath, Bill Ward, ο οποίος έπαιζε ντραμς και τραγουδούσε.

Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1968 ο Iommi ήταν κιθαρίστας στους Mythology, με τον Ward να συμμετέχει και αυτός ένα μήνα αργότερα στα μέσα Φεβρουαρίου. Τον Μάιο του 1968 η αστυνομία έκανε έφοδο στο χώρο που έκαναν πρόβες και βρήκε κάνναβη, με αποτέλεσμα να επιβληθούν  πρόστιμα  στα μέλη του συγκροτήματος. Το χειρότερο ήταν όμως πως το περιστατικό στέρησε από το γκρουπ τη δυνατότητα να εξασφαλίσει μελλοντικές εμφανίσεις. Οι Mythology στη συνέχεια διαλύθηκαν μετά από μια συναυλία στο Silloth στις 13 Ιουλίου 1968.

Τον Αύγουστο του 1968, ταυτόχρονα με τη διάλυση των Mythology, ένα άλλο συγκρότημα του Birmingham με το όνομα Rare Breed επίσης διαλύθηκε. Ο τραγουδιστής Ozzy Osbourne βρέθηκε τότε με την Iommi και τον Ward αφού το ντουέτο απάντησε σε μια αγγελία σε ένα τοπικό κατάστημα μουσικής που έγραφε “Ozzy Zig requires Gig – has own PA”. Ψάχνοντας για μπασίστα, ο Osbourne ανέφερε τον πρώην συμπαίκτη του στους Rare Breed, Geezer Butler, ο οποίος προσχώρησε στη μπάντα μαζί με τον κιθαρίστα slide Jimmy Phillips και τον σαξοφωνίστα Alan “Aker” Clarke. Το συγκρότημα των έξι μελών ονομάστηκε Polka Tulk Blues Band. Μετά από μόλις δύο συναυλίες (η τελευταία από τις οποίες ήταν στο Banklands Youth Club στο Workington), οι Phillips και Clarke απολύθηκαν από το συγκρότημα, το οποίο σύντομα συντόμευσε το όνομά του σε Polka Tulk.

Οι Iommi, Butler, Ward και Osbourne μετονόμασαν το συγκρότημα Earth τον Σεπτέμβριο του 1968. Τον ίδιο μήνα ο Iommi έφυγε για λίγο για να ενταχθεί στους Jethro Tull. Όμως μετά από μόνο δύο εμφάνισεις, ο Iommi επέστρεψε στους Earth το Νοέμβριος1968.

Τον Αύγουστο του 1969, για να μην γίνεται σύγχυση με ένα άλλο σχήμα που ονομαζόταν Earth (και είχε κάποια επιτυχία στην Αγγλία), το γκρουπ μετονομάστηκε σε Black Sabbath.

1950– Γεννιέται ο Andy Powell, Άγγλος κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης. Είναι ιδρυτικό μέλος του βρετανικού συγκροτήματος Wishbone Ash, του οποίου η χρήση διπλών κιθαριστικών γραμμών αποτέλεσε στη συνέχεια τεράστια επιρροή για πολλές μπάντες του χώρου.

Ο Powell γεννήθηκε στο East End του Λονδίνου και μεγάλωσε στη περιοχή της νέας πόλης του Hemel Hempstead, περίπου 25 μίλια (40 χιλιόμετρα) βορειοδυτικά του Λονδίνου. Έπαιξε για πρώτη φορά κιθάρα σε ηλικία 11 ετών, εμπνευσμένος από rock και beat μπάντες όπως οι The Shadows.Ο Powell, μη μπορώντας να συγκεντρώσει χρήματα για να αγοράσει μια ολοκαίνουργια κιθάρα, έφτιαξε μόνος του μια κιθάρα τύπου Les Paul και άρχισε να παίζει σε συγκροτήματα με έδρα το Λονδίνο, όπως οι The Dekois και οι The Sugar Band.

Το 1969, ο απάντησε σε μια αγγελία του Melody Maker στην οποία ο Martin Turner και ο Steve Upton έκαναν ακρόαση για έναν κιθαρίστα. Επειδή δεν μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ του Powell και ενός άλλου ενδιαφερόμενου (του Ted Turner), οι Wishbone Ash σχηματίστηκαν με δύο επικεφαλής κιθαρίστες.

1954– Γεννιέται ο Francis Buchholz, Γερμανός μουσικός περισσότερο γνωστός σαν ο μπασίστας του γερμανικού hard rock συγκροτήματος Scorpions από το 1973 έως το 1992. Από τότε που έφυγε από τους Scorpions, αποτελεί μέλος των Temple Of Rock του Michael Schenker.

1964– Γεννιέται ο Doug Aldrich, Αμερικανός hard rock κιθαρίστας. Ίδρυσε το συγκρότημα Burning Rain με τον Keith St. John το 1998 και έχει παίξει με τους Whitesnake, Dio, Lion, Hurricane, House of Lords, Bad Moon Rising και Revolution Saints. Αυτή τη στιγμή είναι μέλος των The Dead Daisies. Έχει επίσης κυκλοφορήσει αρκετά σόλο άλμπουμ. Ο Doug περιόδευσε με το συγκρότημα του πρώην μπασίστα και τραγουδιστή των Deep Purple Glenn Hughes το 2015.

1974– Γεννιέται ο Todd La Torre, Αμερικανός τραγουδιστής και ντράμερ. Είναι ο τραγουδιστής του progressive metal συγκροτήματος Queensrÿche, αναλαμβάνοντας τη δύσκολη αποστολή να αντικαταστήσει τον Geoff Tate, ενώ υπήρξε και για κάποιο διάστημα και πρώην τραγουδιστής των συγκροτημάτων Crimson Glory και Rising West. Με καταγωγή από την St. Petersburg της Florida, έμαθε αρχικά να παίζει ντραμς σε νεαρή ηλικία.

1980– Στις 15 Φεβρουαρίου, ο Bon Scott βρισκόταν σε μια πρόβα όπου ο Malcolm και ο Angus Young δούλευαν τις αρχές δύο τραγουδιών που θα ηχογραφούνταν αργότερα στο άλμπουμ Back in Black: “Have a Drink On Me” και “Let Me Put My Love Into You” με τον Scott να συνοδεύει στα ντραμς περισσότερο, παρά να τραγουδά ή να γράφει στίχους.

Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Scott είχε πάει με τον Mick Cocks να επισκεφτούν τους φίλους τους το γαλλικό συγκρότημα Trust στο Scorpio Sound στούντιο στο Λονδίνο, όπου ηχογράφησαν το άλμπουμ “Répression”.Ο Scott εργαζόταν στην αγγλική προσαρμογή των στίχων του Bernie Bonvoisin για την αγγλική έκδοση του άλμπουμ. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, οι μουσικοί έκαναν ένα jam session του “Ride On”. Αυτή η πρόβα ήταν η τελευταία ηχογράφηση του Scott.

Κάποια στιγμή αργά το βράδυτης 18ης Φεβρουαρίου και νωρίς το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1980, ο Scott λιποθύμησε και πέθανε σε ηλικία 33 ετών. Μόλις είχε επισκεφτεί ένα κλαμπ του Λονδίνου που ονομαζόταν Music Machine (γνωστό και σαν KOKO). Τον άφησαν να κοιμηθεί σε ένα Renault 5 που ανήκε στον φίλο του Alistair Kinnear, στην οδό Overhill 67 στο East Dulwich. Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο Kinnear βρήκε τον Scott, νεκρό, και ειδοποίησε τις αρχές. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο King’s College στο Camberwell, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Η επίσημη έκθεση του ιατροδικαστή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Scott είχε πεθάνει από “οξεία δηλητηρίαση από αλκοόλ” και τον χαρακτήρισε σαν “θάνατο από μοιραίο ατύχημα”.

Η χρονολογία των γεγονότων στις 19 Φεβρουαρίου και πότε ακριβώς βρέθηκε νεκρός ο Scott, αμφισβητήθηκε από το βιβλίο του 2017, “Bon: The Last Highway” του Jesse Fink, το οποίο αναφέρει ότι ο αείμνηστος κιθαρίστας των UFO Paul Chapman ενημερώθηκε νωρίς εκείνο το πρωί από τον φίλο του Scott, Joe Fury, ότι ο Scott ήταν νεκρός. Ο Kinnear είπε ότι βρήκε τον Scott το βράδυ. Ο Chapman ισχυρίστηκε ότι ο Scott και ο Fury ήταν μαζί του το προηγούμενο βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου και ότι ο Scott έφυγε από το διαμέρισμά του για να αγοράσει ηρωίνη, και δεν επέστρεψε ποτέ.

1996– Κυκλοφορεί το “Skunkworks”, που είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του frontman των Iron Maiden, Bruce Dickinson, και κυκλοφόρησε από την Raw Power/Castle.. Είναι το πρώτο και μοναδικό στούντιο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε με τους μουσικούς που ο Dickinson επέλεξε για την περιοδεία προώθησης του άλμπουμ “Balls to Picasso”. Διαλύθηκαν στα τέλη του 1996.

Ο Bruce Dickinson είχε σκοπό το “Skunkworks” να είναι το ντεμπούτο άλμπουμ μιας μπάντας με το ίδιο όνομα. Ωστόσο, η δισκογραφική του δεν θα κυκλοφορούσε δίσκο με άλλο όνομα εκτός από αυτό του Bruce Dickinson. Το ύφος άλμπουμ μετακινήθηκε από το heavy metal στυλ των Iron Maiden σε έναν εναλλακτικό metal ήχο παρόμοιο με συγκροτήματα όπως οι Rush και Soundgarden. Το όνομα του άλμπουμ αναφέρεται στο κωδικό όνομα “Lockheed” μιαw ελίτ ομάδαw στρατιωτικού σχεδιασμού. Η παραγωγή του έγινε από τον Jack Endino, γνωστότερο για τη δουλειά του στο ντεμπούτο άλμπουμ των Nirvana, “Bleach”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 885 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.