THIN LIZZY: “Acoustic Sessions”

ALBUM

Η κυκλοφορία ενός νέου άλμπουμ με το όνομα των Thin Lizzy είναι ένα γεγονός που μπορεί άμεσα και εύκολα να προκαλέσει μια ποικιλία αντιδράσεων, από την απόλυτη υστερία και αποδοκιμασία ως την ευδαιμονία, σε ένα πλήθος ορκισμένων φίλων του μεγάλου Phil Lynott και του μουσικού του οχήματος. Οι πιο κυνικοί θα γκρινιάξουν για μια αρπαχτή πολυτελείας, οι πιο ρομαντικοί θα συγκινηθούν.

Εννέα τραγούδια από τα τρία πρώτα άλμπουμ της μπάντας, την εποχή του Eric Bell, είναι το “Acoustic Sessions”, πρωτοβουλία του οποίου ήταν άλλωστε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν αυτούσια τα φωνητικά του Lynott, και να συνοδευτούν με δικές του ακουστικές προσθήκες, σε μια διαφορετική ανάπλαση και απόδοση των αρχικών. Αυτό φυσικά σημαίνει από την αρχή πως οι εθισμένοι στο βασίλειο της δισολίας των Lizzy και του απαιτητικού hard rock, πρέπει να προετοιμαστούν να διαβούν ένα πιο έρημο ηχητικά χωράφι, και να αφουγκραστούν τις αντηχήσεις μιας περιόδου, όταν ο πρίγκιπας του μουσικού Δουβλίνου Phil και η τότε παρέα του απέδιδαν τα κύρια εύσημα σε μια γοητευτική και συχνά στοιχειωμένη folk, και ένα blues rock που έκρυβε τις δικές του σκιές και πόνους.

Η πρώτη διαπίστωση μιας πλήρους βόλτας στο άλμπουμ είναι πως ο Bell συνειδητά κράτησε τον εαυτό του και τις νέες ιδέες ευλαβικά και σεβάσμια κάτω από την τεράστια σκιά των ερμηνειών του Lynott. Οι χειρουργικές του προσθήκες κινούνται με οδηγό τη διακριτικότητα και μια δεδομένη ευγένεια στην καρδιά των τραγουδιών. Κάτι άλλο που μειώνει ακόμα περισσότερο τις αντιστάσεις δυσπιστίας, είναι πως η επιλογή της ακολουθίας των τραγουδιών συναρμολογεί μια πολύ όμορφη διαδρομή, που με έναν περίεργο τρόπο αναδύει τη λογική ενός ιδεατού άλλου δίσκου. Και με βεβαιότητα, είναι ένα άλμπουμ που θα κρατούσε πολύτιμη συντροφιά σε ένα road trip στην εξοχή ή σε μια διαμονή μακριά από τους αστικούς τσιμεντένιους όγκους. Είναι και ένα ταξίδι στο χρόνο, μια επιστροφή σε μια άλλη εποχή και εκδοχή της μπάντας, και η χρήση αυτών των σκελετών, των βασικών συστατικών των συνθέσεων, αναδεικνύει πόσο μοναδικά ευρύχωρος και ισχυρός δημιουργός ήταν ο Lynott.

Η λιτότητα των επιλογών του Bell διατηρείται ακόμα και όταν σε περιπτώσεις  καταφεύγει στην προσθήκη ορχηστρικών στοιχείων, όπως συμβαίνει στο “Song For While I ‘m Away”. Αυτή η εύστοχη ομοιογένεια παραμένει ακόμα και στην ένταση του υποβλητικού “Slow Blues” ή στην ρυθμική ευδαιμονία του “Whiskey in the Jar”. Μια από τις κορυφαίες στάσεις αυτού του νοσταλγικού, σκονισμένου δρόμου εξακολουθεί να είναι αυτή η άφθαρτη ανατριχίλα του “Shades Of A Blue Orphanage”, αυτή η γεμάτη παλιές εικόνες επιστροφή του Phil στις μνήμες των παιδικών χρόνων.

Πέρα από τις θεωρητικές εκτιμήσεις της συγκεκριμένης κυκλοφορίας, η μουσική παραμένει να είναι ο πρωταγωνιστής στο τέλος της μέρας. Αν ο καλύτερος συμβιβασμός ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τατουάζ στην καρδιά τους το “μην αγγίζετε” και τους πρόθυμους για περισσότερο, είναι η εκτίμηση “το τερπνόν μετά του ωφελίμου”, ο τρόπος διαχείρισης και το τελικό αποτέλεσμα μας υποχρεώνουν ευχάριστα να επικεντρωθούμε στο τερπνόν.

Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ακόμα και ο Phil θα έκλεινε με ικανοποίηση το μάτι του στον Bell.

Είδος: Acoustic Blues Rock/Folk
Εταιρεία: Decca Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 24 Ιανουαρίου 2025

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1235 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.