SIMPLE MINDS 1977-1984

TRIBUTE

Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, η μακριά και καταλυτική σκιά του punk είχε ήδη αρχίσει να συνυπάρχει με φαινομενικά ετερόκλητες μουσικές επιδράσεις στα μυαλά νέων μουσικών με ευρύτητα και ελαστικότητα ακουσμάτων. Στη Γλασκώβη του 1977, δυο τέτοιοι παιδικοί φίλοι, ο τραγουδιστής και στιχουργός Jim Kerr, και ο κιθαρίστας Charlie Burchill γνώρισαν την πρώτη τους εμπειρία, σαν μέλη ενός γκρουπ, μέσα από τους “άγριους και ερασιτέχνες” Johnny & The Self Abusers, που διαλύθηκαν την ίδια μέρα της κυκλοφορίας του μοναδικού τους single, του “Saints And Sinners”.

Δυο εβδομάδες αργότερα, ο Kerr και ο Burchill δημιούργησαν τους Simple Minds, παίρνοντας το όνομα από ένα στίχο του “Jean Genie” του Bowie (“He’s so simple-minded, he can’t drive his module”). Το ντουέτο γρήγορα πλαισιώθηκε από τον μπασίστα Derek Forbes, τον ντράμερ Brian NcGee, και τον κημπορντίστα Mick MacNeil.

Η πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση σαν γκρουπ πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1978, στη Γλασκώβη. Για τους πρώτους μήνες η δράση τους επικεντρώθηκε στη δυτική ακτή της Σκωτίας, χτίζοντας σταδιακά μια σεβαστή υπόληψη. Τον Αύγουστο του ΄78 κάνουν το ντεμπούτο τους στο Εδιμβούργο, με ευρύτερο σετ δικών τους τραγουδιών και σε αρκετούς νέους ακροατές. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκαν με τον μάνατζερ Bruce Findlay που είχε την ανεξάρτητη εταιρία “Zoom”, με την υποστήριξη και διανομή της “Arista”. Οι Simple Minds υπέγραψαν συμβόλαιο με την Zoom τον Δεκέμβριο του ’78, και αμέσως άρχισαν να δουλεύουν το πρώτο τους άλμπουμ.

Η διαδικασία ολοκληρώθηκε στις αρχές Μαρτίου του ’79. Το γκρουπ είδε τις δυο πρώτες επιλογές του για την παραγωγή, αυτές των John Cale και John Anthony, να απορρίπτονται από την εταιρία, για να συμφωνήσουν τελικά στον τρίτο υποψήφιο, τον John Leckie, βασικό θαμώνα των Abbey Road Studios από το 1970, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Amersham, στα Farmyard Studios, και η σημείωση στο δίσκο (“recorded at a very low temperature”) είναι ενδεικτική των συνθηκών. Η τελική μίξη έγινε στα Abbey Road Studios. Το artwork ανέλαβε μια φίλη του Leckie, η Carole Moss, που έκανε και τη φωτογράφιση του γκρουπ. Το εξώφυλλο είναι ουσιαστικά μια επεξεργασμένη με χρώμα ασπρόμαυρη φωτογραφία των αλμυρών ελών στον κόλπο Morecambre, στη βορειοδυτική Αγγλία. Ο αρχικός τίτλος “Children Of The Game”, μια αναφορά στον Jean Cocteau, εγκαταλείφτηκε οριστικά όταν έγραψαν το τραγούδι “Life In A Day”.

Η αναμενόμενη έξαψη και ο ενθουσιασμός από την ολοκλήρωση του πρώτου τους δίσκου με ένα ηχητικό αποτέλεσμα επαγγελματικό, έδωσαν τη θέση τους στον σκεπτικισμό και μια περίεργη απογοήτευση, μόλις μια εβδομάδα αργότερα. Καθώς επέστρεφαν ταξιδεύοντας στη Σκωτία, κάποιος τους έδωσε μια κασέτα του “Unknown Pleasures” των Joy Division. Έχοντας στο μυαλό τους την επιδραστική βάση των Velvets, του Lou Reed, της Patti Smith πάνω τους, η σύγκριση με τη σκοτεινή τραχύτητα των Joy Division τους έδινε την εντύπωση πως ακούγονταν σαν τους The Boomtown Rats.

Βέβαια, η αλήθεια είναι πως το καλάθι των επιδράσεων ήταν πλούσιο. Πέρα από την αναπόφευκτη επίδραση του post punk πια ρεύματος, και τις κλασικές σκοτεινές επιδράσεις από late 60’s και early 70’s από Velvets μέχρι και Doors, υπήρχαν και πιο τεχνοκρατικές σκιές, όπως αυτή της art pop των σπουδαίων Roxy Music. Παράλληλα, όπως είχε ομολογήσει και ο Kerr, από τη στιγμή που άκουσαν έναν DJ να παίζει το “I Feel Love” της Donna Summer θεώρησαν δεδομένη τη σημασία του synthesizerστον συνολικό ήχο τους, για να ανακαλύψουν σύντομα πως και άλλοι πιονιέροι της εποχής απομακρύνονταν από τον ωμό ευρύτερο ήχο που συγγένευε με το punk.

Οι Simple Minds ήταν φυσικά ακόμα ένα γκρουπ που έψαχνε τον ήχο και  το δρόμο του, είχε όμως ήδη βάλει τα δικά του θεμέλια. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πως είχαν το χάρισμα να μετουσιώνουν τις ήδη παλιές επιδράσεις τους σε κάτι μοντέρνο μέσα από το φίλτρο τους, και το πιο σημαντικό από όλα, σε κάτι ελκυστικό και πετυχημένο. Ο Kerr μέσα από την έλξη για τον  Ferry και τον Bowie, είχε ήδη τραβήξει τη δική του ερμηνευτική γραμμή αλλά και την ώριμη, βαθιά στιχουργική προσέγγιση σε καθημερινά ανθρώπινα θέματα. Τραγούδια που αγαπήθηκαν άμεσα, όπως το “Someone”, το ομότιτλο, το “Chelsea Girl” ή το “Murder Story”, συμπλήρωναν μαζί με το μυστηριώδες 8λεπτο “Pleasantly Disturbed” που απλωνόταν οργανικά με την περιγραφική του αίσθηση, ένα μπουκέτο πρωτόλειων δημιουργιών που μπορούσαν να εμπνεύσουν και να ανοίξουν νέους δρόμους.

Όταν όμως μπαίνει κάτι στο μυαλό του ανήσυχου, νέου καλλιτέχνη, δύσκολα θα βγει. Η προσμονή να δουν τον δίσκο του “Life In A Day” να κάθεται στις βιτρίνες των δισκοπωλείων είχε μετατραπεί σε μια ενοχλητική ανυπομονησία να τον αντικαταστήσουν γρήγορα με έναν νέο που θα είχε αποφύγει όλα τα λάθη που τους δυσαρέστησαν στο πρώτο αποτέλεσμα.

Με τη δύναμη του γκρουπ να αυξάνεται από πρόβα σε πρόβα, από συναυλία σε συναυλία, και τις συνθετικές ιδέες να έρχονται από παντού, η δημιουργικότητα υποστήριζε σθεναρά την αδημονία να ξαναμπούν στο στούντιο. Όταν κλείστηκαν στους τοίχους των Rockfield Studios, τον Σεπτέμβριο του ’79 στην Ουαλία, δεν υπήρχαν ακόμα ολοκληρωμένες συνθέσεις ούτε demo ηχογραφήσεις. Είχαν τις βάσεις για περίπου τα μισά τραγούδια. Ολόκληρο το άλμπουμ σμιλεύτηκε μέσα στο studio, αν και κάποιες πρώιμες εκτελέσεις των “Calling Your Name” και “Scar” είχαν παιχτεί ζωντανά στην περιοδεία για το “Life In A Day”.

Αρχικά, για μια στιγμή, ακούστηκε το όνομα του Gary Numan για την παραγωγή, το γκρουπ όμως επέλεξε να συνεχίσει με τον Leckie. Οι ηχογραφήσεις χαρακτηρίστηκαν από την επίμονη αναζήτηση ιδιαίτερων ήχων από την κιθάρα ή τα κήμπορντς, ενώ συχνά άφηναν ανοιχτές τις πόρτες μέχρι τον διάδρομο που οδηγούσε έξω για να πετύχουν μια πιο φυσική αντήχηση στα τύμπανα και τις κιθάρες. Ο Kerr έγραφε συνεχώς τους στίχους του με διαφορετικές προσεγγίσεις ενώ πειραματιζόταν και με τα φωνητικά του, έχοντας μια διαφορετική αντίληψη εκείνα τα χρόνια γι’  αυτό που ήθελε.

Στη διπλανή πόρτα του στούντιο δούλευε ο Iggy Pop πάνω στο άλμπουμ “Soldier”, με τη βοήθεια του David Bowie. Ήθελαν να προτείνουν στον Bowie να παίξει σαξόφωνο σε κάποια μέρη του άλμπουμ, αλλά τελικά δεν βρήκαν το κουράγιο να το ζητήσουν. Αντίθετα, κάποια στιγμή ο Bowie τους ρώτησε αν θα τραγουδούσαν κι έτσι οι Simple Minds κατέληξαν να κάνουν backing vocals στο “Play It Safe”.

Ενδεικτική για την αδιαπραγμάτευτη στάση τους ήταν η επίμονη άρνηση να παρουσιάσουν δείγματα του άλμπουμ στην εταιρία. Στην πρώτη παρουσίαση στους υπεύθυνους της Arista, υπήρχε μια διαρκής σιωπή και στο τέλος η παροιμιώδης πια φράση “Θεέ μου, που είναι το Chelsea Girl;”. Η εταιρία έχασε την πίστη της στο γκρουπ. Ακόμα και η ανάθεση του artwork με πρωτοβουλία της  στον δικό τους συνεργάτη/σχεδιαστή, Paul Henry, γύρισε μπούμερανγκ με ένα αποτέλεσμα βαρετό αλλά και ακριβό να αναπαραχθεί σωστά.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του ’79, και το μοναδικό του single, το “Changeling”, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, χωρίς ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Οι Minds βρέθηκαν αμέσως στο δρόμο με εμφανίσεις σε Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία και Δανία, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποίησαν ένα ταξίδι αστραπή στην Αμερική για δυο εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη. Ακολούθησε η τρίτη τους περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αντίθετα με το κοινό, οι κριτικοί διέγνωσαν άμεσα την απόσταση που είχαν διανύσει ανάμεσα στα δυο άλμπουμ. Οι επιδράσεις τους ήταν πια ακόμα περισσότερο απλά εξαρτήματα στην προσωπική τους πορεία, και η εξερεύνηση σε ήχους αλλά και δομές έκανε το “Real…” ένα δύστροπο άλμπουμ. Για τους πειραματικούς ακροατές που δελεάζονται από τέτοιους τίτλους, έλαβε συχνά τον σημαίνοντα έπαινο του πιο αντιεμπορικού δίσκου που κυκλοφόρησε ποτέ η Arista. Θεωρήθηκε μια τολμηρή και πετυχημένη γέφυρα ανάμεσα στο post punk και την synth pop, και σημαδεύτηκε από το λάθος στον τίτλο του, στις επανακυκλοφορίες του 2002/03 από την Virgin Records, σαν “Reel To Real Cacophony”.

Όσο το γκρουπ ένιωθε να θεριεύει καλλιτεχνικά τόσο η στάση της Arista έδειχνε πως ο δρόμος της εξόδου δεν ήταν μακριά. Ήταν η περίοδος που άρχισαν οι έντονες φήμες για το ζωηρό ενδιαφέρον της Virgin. Κάποια χρέη είχαν αρχίσει ήδη να συσσωρεύονται, και η ενασχόληση με τα οικονομικά που είχε ως τότε το επίπεδο ενός χόμπι έγιναν πια σκέψεις και αγωνίες για τον αριθμό των δίσκων που θα πουλούσαν, χωρίς όμως να μεταφραστεί σε συνθετική σκοπιμότητα.

Ο Kerr είχε πει πως αν υπάρχει μια συνολική αίσθηση που μπορεί να περιγράψει το τρίτο τους άλμπουμ, “Empires And Dance”, είναι αυτή ενός αγοριού, ενός ανθρώπου που τρέχει μακριά, του φυγά. Η έμπνευση ήρθε από τις εμπειρίες της περιοδείας για την προώθηση του “Real…”. Μια παρέα 20χρονοι ταλαντούχοι μουσικοί μέσα στη δίνη της πολιτισμικής χοάνης της Ευρώπης και των πολιτικών συγκρούσεων. Οι βόμβες των νεοναζί στην Μπολόνια, σε μια συναγωγή στο Παρίσι, και στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου, τα χτυπήματα από τη Φράξια Κόκκινος Στρατός, οι Ρώσοι φρουροί στο Βερολίνο, ο ανεξάρτητος ιταλικός και γαλλικός κινηματογράφος, ο Camus, ο Greene, μια καταιγίδα ερεθισμάτων δικαιολογημένα γέμισε τους ασκούς της έκφρασης.

Το γκρουπ αυτή τη φορά ηχογράφησε κάποια demo για το άλμπουμ, από τραγούδια που είχαν ήδη παίξει ζωντανά στην πρόσφατη περιοδεία, όπως τα “I Travel”, “Capital City” και “Room”. Αν και η Arista πρότεινε κάποια στιγμή τον David Cunningham για την παραγωγή, οι Minds συνέχισαν και πάλι με τον Leckie που ήδη είχε δουλέψει στα demo, και επέστρεψαν στα γνώριμα πια Rockfield Studios.

Η μουσική βασίστηκε σημαντικά στα θεμέλια του rhythm section. Άλλωστε, πολύ συχνά όλα ξεκινούσαν από τις γραμμές του Derek στο μπάσο. Ξόδεψαν αρκετό χρόνο δουλεύοντας πάνω σε ήχους, δίνοντας εντυπώσεις των κήμπορντς στην κιθάρα και αντίστροφα.

Όταν ο δίσκος ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1980, η Arista δεν ήξερε πραγματικά τι να τον κάνει, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες τους. Με περισσή αίσθηση χιούμορ ο Kerr και ο Leckie έστειλαν ένα τηλεγράφημα στην εταιρία: “Τι φοβερό άλμπουμ …Στοπ. Αυτό το άλμπουμ είναι hit. Στοπ. Jim Kerr. Γλασκώβη”.

Η φωτογραφία στο εξώφυλλο άνηκε στον γερμανό φωτογράφο Michael Ruetz, και την εντόπισε ο Jim Kerr σε ένα περιοδικό στη διάρκεια μιας πτήσης. Η κυριλλική γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο, ενέπνευσε τους Manic Street Preachers για το artwork στο άλμπουμ τους “The Holy Bible”.

Όπως οι κουρασμένες αισθήσεις και αντιλήψεις περιμένουν από τις νέες να αποκαλύψουν όσα συλλαμβάνουν οι αισθητήρες τους, έτσι και ο μουσικός τύπος άκουσε τους Minds να γίνονται πολίτες αυτού του ευρωπαϊκού κόσμου που γύρισαν στις περιοδείες τους, και να δημιουργούν με τις πολυσυλλεκτικές τους εντυπώσεις το πιο “ευρωπαϊκό”, ως τότε, άλμπουμ τους. Από την έναρξη του επίμονου “I Travel” υπάρχει μια πυρετώδης μουσική παρατηρητικότητα, με το μπάσο και την ηλεκτρονική του υφή να μας σπρώχνουν να διασχίσουμε ένα μωσαϊκό στιγμιαίων αντιλήψεων και διαθέσεων. Η ενεργητική disco/rock φύση του θα σε σπρώξει μέσα σε αυτό, αλλά δεν θα επιστρέψει.

Οι Minds πάνω στις ράγες του μπάσου του Derek, και με όπλα την επικράτηση της επανάληψης και την υπνωτιστική περιήγηση στις εικόνες, συνεχίζουν να ελέγχουν απόλυτα όλα εκείνα τα art pop στολίδια που ζήλεψαν στους μέντορές τους. Οι μουσικές τους περιγραφές είναι αλλόκοτες, σαν τις συγκρούσεις και τις ακρότητες που συνυπάρχουν στα ταξίδια τους, και οι ερμηνείες του Kerr ενισχύουν ακόμα περισσότερο, μια παγωμένη, πικρή ειρωνεία, μια απαθή σύγχυση. Σε μια ήπειρο που οι δέσμες της σύγχρονης έκφρασης περνούσαν ανάμεσα από την ασχήμια και τη βία της εποχής, ο στίχος “στο αεροδρόμιο παίζει Brian Eno” θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του άλμπουμ.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 12 Σεπτεμβρίου του ’80. Η Arista, πιστή στην αυξανόμενη αρνητικότητά της για το γκρουπ, τύπωσε στην αρχή μόλις 15000 αντίτυπα και περίμενε να εξαντληθούν. Μετά, έκανε ξανά το ίδιο, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη του άλμπουμ στα δισκοπωλεία μέχρι την επόμενη τροφοδοσία. Ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Όντας έτοιμοι να προφασιστούν διάλυση για να γλυτώσουν από τα δεσμά της και χρεωμένοι, δέχονται σαν απρόσμενο δώρο την προσφορά της Virgin και του Branson να πληρώσει 35000 λίρες για να αγοράσει ουσιαστικά το χρέος. Αφήνοντας πίσω την εποχή της Arista και του “τα κάνετε λάθος”, περνούν πια στη Virgin και την εποχή του “κάνετε το σωστό πράγμα και είναι ζήτημα χρόνου να κερδίσετε τον κόσμο”.

Υπήρχε ήδη η διάθεση από το γκρουπ να πειραματιστεί πια με έναν νέο παραγωγό. Ο Simon Draper της Virgin τους ζήτησε, πριν κάνουν οτιδήποτε, να ακούσουν ένα τραγούδι από τους Cowboys International, που τους άφησε με το στόμα ανοιχτό. Τους πρότεινε να δουλέψουν με αυτό τον παραγωγό: ήταν ο περίφημος Steve Hillage των Gong.

Κάποια από τα νέα τραγούδια είχαν ήδη ηχογραφηθεί σε demo και παίχτηκαν ζωντανά, ιχνηλατώντας κατά ένα μέρος μια κατεύθυνση. Έχοντας απορριφθεί οι εναλλακτικές προτάσεις των Todd Rundgren και Steve Lillywhite σαν πολύ ακριβές, και καθώς ο Martin Rushent δεν ήταν διαθέσιμος , οι Minds μπαίνουν στα γνωστά από το “Life In A Day” Farmyard Studios με τον Hillage. Το γκρουπ πραγματικά τον λάτρεψε καθώς ήταν ένας υπέροχος, απίθανος τύπος. Όπως συνήθιζαν να λένε και οι ίδιοι, έκαναν ένα αμερικάνικο άλμπουμ με έναν άγγλο χίπη που ήταν μάστορας στην ευρωπαϊκή μουσική.

Έχοντας πληθώρα ιδεών, συνεισφέρουν όλοι στη σύνθεση. Τραγούδια γράφονται ασταμάτητα, όλοι τους λειτουργούν σαν να έχουν απεριόριστο χρόνο και κάποια στιγμή έρχεται η ένταση και η σύγχυση. Η κατεύθυνση έχει αρχίσει να χάνεται, η διαλογή ανάμεσα στα 15 τραγούδια που έχουν προκύψει είναι σχεδόν αδύνατη, η ένταση είναι αναπόφευκτη καθώς το budget εξαντλείται. Ουσιαστικά έχουν καταλήξει με υλικό για δυο άλμπουμ.

 Κάποια στιγμή ο Hillage τα έριξε στο γκρουπ για το χάος, όταν ρωτήθηκε από τους υπεύθυνους της Virgin, ο Findlay (ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει όντας από την αρχή δίπλα τους) ήρθε βιαστικά από τη Σκωτία να γεφυρώσει μια παρεξήγηση ανάμεσα στον Kerr και τον Burchill, και τότε ο Hillage μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με την υποψία καρδιακής προσβολής, η οποία τελικά αποδείχτηκε παλινδρόμηση. Το γκρουπ δεν βρήκε ούτε τον μηχανικό στο στούντιο, οπότε ολοκλήρωσε τη μίξη μόνο του. Μερικά από τα τραγούδια που τελικά κατέληξαν στο δεύτερο άλμπουμ, που τιτλοφορήθηκε “Sister Feelings Call”, ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκαν όπως αυτοί ήθελαν, αφού η Virgin αρνήθηκε να υπερβεί το αρχικό budget.

Το “Sons And Fascination” κυκλοφόρησε τελικά την 12η Σεπτεμβρίου 1981 με το μίνι άλμπουμ “Sister Feelings Call” να συμπεριλαμβάνεται με μειωμένη τιμή σαν ένα δώρο στους οπαδούς τους. Για πολλούς ορκισμένους οπαδούς τους που λατρεύουν την πρώτη δημιουργική τους περίοδο, αυτό είναι το αγαπημένο τους άλμπουμ.

Οι Minds συνεχίζουν να σκάβουν με επιτυχία στο βράχο της pop/rock, η στρατηγική της Virgin που ποντάρει πολύ σε γκρουπ που οδηγούνται από τα synths, όπως οι Japan, OMD, Human League, τους δίνει με την παρουσία του Hillage μια επιπλέον λάμψη στον ήχο. Το καταπληκτικό τους rhythm section ακούγεται σα να έχει τραβήξει πάνω του τα τραγούδια με καλάμι ψαρέματος, τα ενισχυμένα keyboards του MacNeil βηματίζουν με την κιθάρα του Burchill. Ο Kerr ανοίγει λογαριασμό στο επιβλητικό “In Trance As Mission” τραγουδώντας για το κουράγιο των ονείρων, εμμονικά πιστός σε φιλοδοξίες και όνειρα, περνά από τον προάγγελο του “Someone, somewhere (In Summertime)” στο “Sweat In Bullet”, επιτίθεται στην άνοδο της ακροδεξιάς στο “Boys From Brazil”.

Οι Minds από τους επίμονους, επαναληπτικούς, προωθητικούς ρυθμούς με τις λεπτομέρειες στους ήχους σε singles όπως το “Love Song”, μπορούν άμεσα να σε βυθίσουν στο τελετουργικά υπνωτικό “This Earth You Walk Upon”, ή το βαθύ και μυστηριώδες “Seeing Out The Angel”. Ο Kerr ήταν πεπεισμένος για πρώτη φορά πως η διαρκής τους εξέλιξη κατάφερε να μεταφέρει πια τις βασικές τους επιρροές σε κάτι νέο και σημαντικό.

Η ολοκλήρωση του άλμπουμ έφερε και την αποχώρηση του ντράμερ Brian McGee, που ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τις περιοδείες. Κουρασμένος από τις μεγάλες απουσίες από το σπίτι του και έχοντας μόλις παντρευτεί, πήρε μια απόφαση που, όπως αργότερα ομολόγησε και ο ίδιος, την μετάνιωσε πολύ γρήγορα.

Είναι αμέτρητοι αυτοί που υπολογίζουν αυτό που ακολούθησε στη συνέχεια σαν την τελειότητα. Ο ίδιος ο Kerr είχε πει πως τα δυο προηγούμενα άλμπουμ είχαν έναν γεμάτο και βαρύ ήχο σαν την εντύπωση μιας καταιγίδας που έρχεται να ξεσπάσει. Μετά όμως την καταιγίδα ο αέρας είναι καθαρός και φρέσκος. Αυτό ήταν το θρυλικό πια “New Gold Dream (81, 82, 83, 84)”.

Η αρχική ιδέα για τον παραγωγό επικεντρώθηκε ξανά στον Steve Lillywhite, ούτε τότε όμως ήταν διαθέσιμος. Η εταιρία πρότεινε τον Martin Rushnet, αλλά το γκρουπ πίεσε για τον 19χρονο Pete Walsh, καθώς κυρίως ο Burchill είχε εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του στη μίξη του single “Love Song”. Ο Walsh ήταν ως τότε ο παραγωγός του πετυχημένου άλμπουμ των Heaven 17, “Penthouse and Pavement”.

Η εταιρία απαίτησε από το Walsh να πετύχει τη μαγεία και την ατμόσφαιρα των ζωντανών εμφανίσεων, έτσι κι αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει τακτική live ηχογράφησης. Το γκρουπ άρχισε να δουλεύει σε μια παλιά φάρμα στο Fife της Σκωτίας, που την είχαν ονομάσει “Vibe Factory”. Ο Walsh ταξίδεψε εκεί να ακούσει τις πρώιμες ηχογραφήσεις και να κάνει τις προτάσεις του. Συνήθως τζαμάριζαν για δυο ώρες στο κάθε τραγούδι και στη συνέχεια άκουγαν, διαλέγοντας τα μέρη που θεωρούσαν πως υπήρχε μαγεία. Όταν ολοκλήρωσαν την περίοδο στο Fife, είχαν ήδη κάποια demo τραγουδιών. Στη συνέχεια μετακόμισαν στα Townhouse Studios του Λονδίνου να ηχογραφήσουν τα βασικά tracks.

Ο διάδοχος του McGee στα τύμπανα, Kenny Hyslop, τα παράτησε αμέσως μετά το “Promised You a Miracle”. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό πως το στυλ και του νέου ντράμερ Mike Ogletree δεν ταίριαζε ιδιαίτερα μαζί τους, και ο Walsh έφερε άμεσα τον session ντράμερ Mel Gaynor, που τελικά έπαιξε στο άλμπουμ πλην τριών τραγουδιών και μονιμοποιήθηκε στη σύνθεση του γκρουπ.

Πρώτα ηχογραφήθηκε μόνο η μουσική των τραγουδιών, ενώ διαφορετικές εκδοχές των ίδιων τραγουδιών χρησιμοποιήθηκαν για να επιλέξει ο Walsh τα καλύτερα μέρη για το master. Ο γνωστός Αμερικανός μουσικός και ηθοποιός Herbie Hancock, ηχογραφούσε στη διπλανή πόρτα και δέχτηκε πρόθυμα την πρόσκληση να παίξει ένα synth σόλο στο “Hunter and the Hunted”. Το άλμπουμ ολοκληρώθηκε στο στούντιο ηχογραφήσεων της Virgin “The Manor”, στην εξοχή του Oxfordshire. Ήταν μια όμορφη εποχή γαλήνης και δημιουργίας, ανάμεσα στην άνοιξη και το καλοκαίρι, χωρίς διαφωνίες, με δεδομένη την αγάπη όλων γι’ αυτό που ετοίμαζαν.  

Οι χρονολογίες στον τίτλο προστέθηκαν την τελευταία στιγμή. Ήθελαν να υπερτονιστεί πως κινήθηκαν από ένα άλμπουμ με εμμονή στον φόβο σε ένα άλλο που κοίταζε το μέλλον με αισιοδοξία. Οι ηχητικές διαφορές συμβάδισαν και με το παίξιμο των μουσικών. Ειδικά ο Burchill ήταν πιο ελαφρύς, ευγενικός, διακριτικός, και καθαρός.

Τα βιβλία, ο Grass, o  Rushdie και ο Camus, αλλά και ο κινηματογράφος γεμίζουν το σημειωματάριο του Kerr. Στην προβολή της ταινίας του Herzog, “Fitzcarraldo”, μια φράση του πρωταγωνιστή Klaus Kinski σηκώνει τον Kerr από τη θέση του: “ μόνο οι ονειροπόλοι μετακινούν βουνά”. Ο Kerr συνήθιζε να προσδίνει την κατεύθυνση και το ύφος στους οργανικούς σκελετούς των τραγουδιών δουλεύοντας μόνο με παράξενους τίτλους και με λίγες λέξεις στην αρχή.

Μέσα στις βόλτες τους στην πρώτη φάση των ηχογραφήσεων, έβλεπαν συχνά στην περιοχή του Perth, κέλτικους σταυρούς που έμοιαζαν να υψώνονται μέσα από το έδαφος. Ήταν ένα πολύ δυνατό σύμβολο του τόπου τους και ο σχεδιαστής Malcom Garrett το χρησιμοποίησε άμεσα στο single “Promised You A Miracle”. Αποφάσισαν να συνεχίσουν με αυτό το concept του πνευματισμού, της πίστης και του μυστικισμού που ο σχεδιαστής ένιωθε πως ταίριαζε με τους στίχους και την ατμόσφαιρα του άλμπουμ. Η προσθήκη της φλεγόμενης καρδιάς ήταν μια έμπνευση από αντίστοιχους σταυρούς στη Γαλλία.

Το “New Gold Dream” κυκλοφόρησε στις `13 Σεπτεμβρίου του 1982 και έφτασε στο Νο 3 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα πράγματα κινούνταν τόσο γρήγορα που στη διάρκεια της προώθησής του στο Λονδίνο, ο Kerr έπρεπε να κοιτάξει τα δέντρα στο Hyde Park για να θυμηθεί τι μήνας ήταν. Ήταν η μετάβαση της αποκάλυψης του γκρουπ στις μεγάλες αγορές, και ταυτόχρονα το πρώτο μικρό αγκάθι για τους πρώιμους οπαδούς, που θεωρούν πως τους έδωσε το εναρκτήριο σπρώξιμο στο stadium rock.

Όμως αν οι Minds είχαν χτυπήσει διάνα στο θυμικό του πλήθους με πολυτελή singles σαν το “Someone, Somewhere In Summertime” , που ανοίγει το άλμπουμ, και τον προπομπό του “Promised You A Miracle”, συνέχιζαν χωρίς εκπτώσεις να έχουν τις δικές τους τελετουργικές διαδρομές που κυλούσαν πάνω στο υπέροχο rhythm section και χρωματίζονταν από τη συνεργασία των πλήκτρων με την κιθάρα. Οι λεπτομέρειες συνεχίζουν να πειθαρχούν στον ρυθμικό, κινητικό συντονισμό τους και αναδύουν αιώνια αποτελέσματα σαν το οργανικό “Somebody Up There Likes You” και το κλιμακωτό “King is White and in the Crowd”. Κι αν κακόβουλα χαρακτηρίστηκαν υπερβολικά αισιόδοξοι στην έκφρασή τους τότε, αυτή η αισιοδοξία και πίστη έκαναν τους Kerr και Burchill να κοιτάξουν μακριά στον ορίζοντα της βίαιης Γλασκώβης που μεγάλωσαν, και να δουν τις προοπτικές τους.

Η επιτυχία και γενική καταξίωση που έφερε το “New Gold Dream” άνοιξε για πρώτη φορά την πόρτα στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Εκείνους τους καλοκαιρινούς μήνες του 1983 φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια αλλαγής της μουσικής τους κατεύθυνσης σε έναν ήχο πιο κοντά στο λεγόμενο stadium rock, ή με μεγαλύτερη ακρίβεια στο “νέο ροκ” που διαμορφωνόταν κύρια από τους U2. Στο βελγικό φεστιβάλ “Torhout-Werchter” έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δυο συγκροτημάτων, που ανέπτυξαν μεταξύ τους μια πολύ ισχυρή φιλία. Οι μεν αναγνώρισαν στους δε πολλά κοινά, και κόντρα σε όσα πιστεύει ο περισσότερος κόσμος η αλληλεπίδραση ήταν πολύ έντονη.

Οι Minds είχαν ήδη αρχίσει να γράφουν στη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων. Το πρώτο νέο τραγούδι που παίχτηκε ζωντανά ήταν το “Waterfront”, όταν εμφανίστηκαν σαν special guests στην εμφάνιση των U2 στο Phoenix Park του Δουβλίνου, τον Αύγουστο του ’83. Η κατεύθυνση έμοιαζε να έχει ήδη καθοριστεί και ο έντονος παλμός του έσπρωχνε τους περίτεχνους, ευγενικούς ρυθμούς του “New Gold Dream” στη λήθη.

Τον Σεπτέμβριο άρχισαν το πρώτο στάδιο του νέου υλικού στο Monnow Valley Studio στο Rockfield της Ουαλίας. Ο παραγωγός  Steve Lillywhite έμεινε μαζί τους τις τελευταίες δυο εβδομάδες. Εκείνη την περίοδο είχαν έξι νέα τραγούδια των οποίων η μορφή άλλαξε δραματικά στο Rockfield. Με τον ντράμερ Mel Gaynor πλήρως ενεργό πια, η συνθετική πρόοδος επηρεαζόταν πια από όλα τα μέλη του γκρουπ.

Τον Οκτώβριο μετακόμισαν στα Townhouse Studios του Λονδίνου. Η διαφορετική νοοτροπία του Lillywhite που στόχευε στην ενστικτώδη αίσθηση της στιγμής αντί για την υπολογισμένη κατεύθυνση, πέρασε και στον τρόπο που δούλευε ο καθένας χωριστά. Ο Lillywhite πίεσε τον Kerr να γράφει όσο πιο άμεσα γινόταν τους στίχους του για να επηρεάζονται οι μελωδίες του από την οργανική μορφή των τραγουδιών. Η δουλειά του εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Burchill, που την παρομοίασε με την τακτική του σκηνοθέτη Herzog. Όταν η επίμονη και επαναλαμβανόμενη διαδικασία έφερνε εντάσεις, ο Lillywhite προέτρεπε το γκρουπ να αφήσει το στούντιο και δούλευε μόνος του πάνω στη μίξη.

Ο αρχικός τίτλος του άλμπουμ ήταν “Quiet Night Of The White Hot Day”, που κατέληξε σαν τίτλος στο 7ο τραγούδι, το “White Hot Day”. Τελικά ο απρόσμενα ποιητικός τίτλος ενός ποδοσφαιρικού άρθρου μιας αθλητικής εφημερίδας που διάβαζε ένας τύπος στην στάση του λεωφορείου, έδωσε το όνομα στο άλμπουμ μόλις δυο μέρες πριν ολοκληρωθεί.

Με μια περισσότερο ροκ προσανατολισμένη αισθητική, το άλμπουμ ήταν για τον Kerr ένας δίσκος τέχνης χωρίς δάκρυα, με μάζες μυών, χωρίς ευρωπαίους και πυροβολισμούς προέδρων, χωρίς φυγάδες. Η παρουσία του Gaynor είναι σαφώς πιο αισθητή, προωθημένη από την ένταση και τη βρωμιά σε σύγκριση με την πανοραμική ευγένεια του προκατόχου του, ενώ η κιθάρα μοιάζει να κυριαρχεί πια.

Αρκετοί διέγνωσαν πλήθος από θρησκευτικές αναφορές και την βίβλο στους στίχους του Kerr, όπως στο “Book Of Brilliant Things” ή το “East At Easter”. Το “Waterfront” ήταν ξεκάθαρα μια αναφορά στην πατρίδα τους τη Γλασκώβη, πόσο διαφορετικά βλέπεις την πόλη σου όταν ξαναγυρίζεις με μια νέα ευρύτερη αντίληψη και οπτική. Το άλμπουμ σφραγιζόταν στο τέλος από ακόμα ένα σπουδαίο instrumental τους, το “Shake Off The Ghosts”, ενώ εκτός από τις δικές τους συνθέσεις περιείχε και μια διασκευή στο “Street Hassle” του Lou Reed.

Οι Minds επέμεναν να μην κυκλοφορήσει το άλμπουμ πριν τα Χριστούγεννα του ΄83, έτσι η επίσημη κυκλοφορία του μετατοπίστηκε για τις 6 Φεβρουαρίου του ΄84. Το άλμπουμ έπιασε αμέσως την κορυφή στα UK charts, ενώ μπήκε στην 20άδα σε πολλές άλλες χώρες. Στις εκτιμήσεις του μουσικού τύπου, που ήταν μοιρασμένες δεν έλειψαν οι παραλληλισμοί με τους Big Country και τους U2, με κάποιον μάλιστα να τους χαρακτηρίζει περιφρονητικά “U3”, όχι κάτι παράξενο για τον δηλητηριώδη και ιδιότροπο μουσικό τύπο του “νησιού”.

Ο Kerr ποτέ δεν κατάλαβε τους λόγους της γκρίνιας για το “Sparkle…”, ακόμα κι αν σήμερα συμμερίζεται κάπως τις διάφορες ενστάσεις. Η διαφοροποίηση όμως ήταν πάντα ένα μέρος της διαδρομής τους, ενώ ο ήχος του Lillywhite έχει δώσει μια διαχρονική αντοχή στο “άλμπουμ με το χειρότερο εξώφυλλο στον κόσμο” , κατά τον ίδιο.

Η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα είναι πως οι ταξιδιάρικες, υπνωτικές οργανικές διαδρομές πέρασαν στο παρελθόν και μια νέα περίοδος άνοιξε για το γκρουπ. Για μια πολύ μεγάλη μερίδα των ακροατών τους αυτό ήταν το τελευταίο πραγματικά μεγάλο άλμπουμ τους, όσο αν και αυτή δεν είναι ακριβώς η αλήθεια. Αυτή όμως η θαυμαστή διαδρομή των χαρισματικών παιδιών από τη Γλασκώβη προς την κορυφή ήταν μια συναρπαστική εξέλιξη μέσα σε μια σπουδαία εποχή αλλαγών, ιδεών και τεχνολογικών εξελίξεων. Με την αποχώρηση του σπουδαίου μπασίστα Derek Forbes πριν το επόμενο άλμπουμ “Once Upon A Time”, ο κύκλος αυτός έκλεινε οριστικά.  Η θέα της πόλης τους από τον ποταμό Clyde σε κάθε νέα επιστροφή σε αυτή, δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια για τον Jim και τον Charlie.

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1189 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.