Μετά τη διάλυση των Led Zeppelin, μετά τον θάνατο του ντράμερ John Bonham, τον Δεκέμβριο του 1980, ο Robert Plant σκέφτηκε σοβαρά για κάποιο καιρό να εγκαταλείψει τη μουσική και να ακολουθήσει καριέρα σαν δάσκαλος στο εκπαιδευτικό σύστημα του Rudolf Steiner. Έκανε μάλιστα την αίτησή του και έγινε δεκτός για την ανάλογη εκπαίδευση των δασκάλων. Οι έντονες προτροπές του ντράμερ των Genesis Phil Collins τον ενθάρρυναν να ξεκινήσει την σόλο καριέρα του.
Η πρώτη του δουλειά ήταν το άλμπουμ “Pictures at Eleven”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 25 Ιουνίου 1982, και ο Collins ηχογράφησε τα τύμπανα στα περισσότερα τραγούδια, όπως είχε άλλωστε υποσχεθεί στον Plant. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την εταιρεία των Led Zeppelin, την Swan Song, και φανέρωσε από την αρχή την έκδηλη τάση του μεγάλου τραγουδιστή να χαράξει μια νέα πορεία. Αμέσως μετά, η εταιρεία ανέστειλε τη λειτουργία της λόγω της κακής υγείας του μάνατζερ των Led Zeppelin, Peter Grant. Όταν καθαρίστηκαν τα γραφεία της Swan Song το 1983, βρέθηκαν πολλά πρώιμα demo των Iron Maiden, των Heart και άλλων πετυχημένων συγκροτημάτων.
Το επόμενο βήμα της σόλο διαδρομής του ήταν το “The Principle of Moments”, που αποτέλεσε την πρώτη κυκλοφορία στην ανεξάρτητη δισκογραφική Es Paranza Records του Plant. Ηχογραφήθηκε και αυτό στην Ουαλία, στα Rockfield Studios, με τους ίδιους μουσικούς και την ίδια ομάδα παραγωγής του “Pictures at Eleven”. Ήταν ουσιαστικά η επισφράγιση πως ο πρώην frontman των μυθικών Led Zeppelin ήταν απόλυτα σίγουρος, αξιόπιστος και αφοσιωμένος σε μια νέα φρέσκια περιπέτεια. Η παραγωγή κινήθηκε σθεναρά προς την κατεύθυνση της διαφοροποίησης από το ωμό rock & roll παρελθόν του, φανερώνοντας πως αφουγκράζεται όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Η γυαλισμένη, ίσως για περισσότερο παραδοσιακούς σχεδόν κλινική προσέγγιση στον ήχο λοξοκοιτάζει τόσο στο δημοφιλές new wave αλλά και στη reggae. Τα τύμπανα είναι βαριά, οι κιθάρες αιχμηρές, και ο ίδιος ο Plant εμφανίζεται περισσότερο εκλεπτυσμένος, μελωδικός και στρογγυλεμένος στην προσέγγιση των ερμηνειών του, προσφέροντας συνολικά έναν ισορροπημένο συνδυασμό εξουσίας, αιφνιδιασμού και απελπισίας.
Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από το επιστημονικό θεώρημα Βαρινιόν, σύμφωνα με το οποίο η ροπή οποιασδήποτε δύναμης είναι ίση με το αλγεβρικό άθροισμα των ροπών των συστατικών αυτής της δύναμης, και αποτελεί προτροπή για ένα εύκολο Ζεν. Πριν ανιχνεύσουμε το υπόλοιπο περιεχόμενο, οι αισθητήρες δικαιωματικά στρέφονται πάνω στη μεγάλη επιτυχία με το “Big Log”, το οποίο συνοδεύτηκε με ένα μουσικό βίντεο για την τηλεοπτική βιτρίνα του MTV. Ο Plant εμφανίστηκε με το τραγούδι και το Top of the Pops, καταλύοντας ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού των Led Zeppelin. Το εξωτικό χρώμα της σύνθεσης, με την ιβηρική απόχρωση της κιθάρας του Robbie Blunt που μπορούσε να χωρέσει τον Morricone και τον Knopfler, κουβαλούσε μια αρχέγονη στοχαστική νοσταλγία, και είχε σμιλευτεί υπέροχα ηχητικά με long synths, εξεζητημένες κιθάρες και όμορφα δεύτερα φωνητικά από τον John David και τον Ray Martinez.
Το άλλο βίντεο για την προώθηση του δίσκου γυρίστηκε για το “In the Mood”, που εμφάνισε μια διακριτικά χορευτική funky διάθεση. Η μουσική ήταν υπνωτική και χαμηλόφωνη και συνεργαζόταν περίεργα με τα επίμονα τύμπανα του Collins, ενώ η φωνή του Plant ήταν γοητευτικά πειθαρχημένη, γλιστρώντας ιδανικά πάνω από τις υπέροχες προσθήκες του Blunt και την χαρακτηριστική μπασογραμμή του Martinez. Η προθυμία του Plant απέναντι στα ηχητικά δρώμενα της εποχής και στη χορευτική μουσική, υποδηλώνεται στο ρυθμό των φωνητικών του μελωδιών, και ολοκληρώνεται με την παρουσία των χορευτών break dance στο βίντεο. Το τραγούδι βρέθηκε στο Top 40 των pop charts. Η έκπληξη ήρθε όμως από το εναρκτήριο “Other Arms”, μια εμφανή γέφυρα με το ύφος του “Pictures at Eleven”, το οποίο αν και δεν κυκλοφόρησε ποτέ επίσημα σαν single, έφτασε στο Νο1 του Billboard Mainstream Rock Chart.
Το μάλλον πειραματικό μέρος του άλμπουμ ανοίγει με το “Messin’ with the Mekon” που μας υποδέχεται με το πιο έντονο κλείσιμο ματιού στα ριφ των ημερών του Page, και ακολουθεί μια απρόσμενη διαδρομή αναζήτησης, κάπως αχανής με ένα μυστηριώδες ενδιαφέρον για το οποίο χρειάζεται ακούσματα και χρόνο κανείς. Το “Wreckless Love” συνεχίζει αυτή την εξωτική περιπλάνηση, κουβαλώντας ηλεκτρονικά αλλά και ανατολίτικα στοιχεία, με την ερμηνεία του Plant να συγκρατεί και να τιθασεύει τη συνολική απόπειρα, προσδίνοντας μια δυνατή γοητεία. Είναι και το ένα από τα δυο τραγούδια με τον πρώην ντράμερ των Jethro Tull Barriemore Barlow στο σκαμνί των τυμπάνων. Το άλλο είναι το “Stranger Here… Than Over There”, άλλο ένα τραγούδι με έναν ευγενικό σχεδόν reggae ρυθμό, ο οποίος υποκύπτει συχνά σε ηχητικά τεχνάσματα και ambient αποσπάσματα. Το ντελικάτο “Thru’ With the Two Step” χρησιμοποιεί έξυπνα επιταγές του progressive rock, απλώνοντας το τυπικό θέμα του καλλιτέχνη που ψάχνει πραγματικό έρωτα με μια μυστηριώδη μουσική αξιοπρέπεια και μια απουσία δράματος. Το ρυθμικό και φαινομενικά φωτεινό “Horizontal Departure” ακούγεται σχεδόν να απαντά στην ιστορία που προηγήθηκε με μια δόση ελαφρότητας, σεξ και ειρωνείας, ενώ εδώ ίσως ακούμε τον πιο απελευθερωμένο Plant του άλμπουμ, αφήνοντας χώρο για παιχνιδίσματα του παρελθόντος του.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 15 Ιουλίου του 1983, και επανάφερε τον Plant στο δρόμο για πρώτη φορά μετά τη διάλυση των Led Zeppelin. Δεν είχε περιοδεύσει μετά το “Pictures at Eleven” λόγω του περιορισμένου προσωπικού υλικού, καθώς δεν ήθελε να συμπεριλάβει τραγούδια των Zeppelin στη λίστα του. Ξεκίνησε μια πετυχημένη περιοδεία το 1983 με τους σπουδαίους μουσικούς που είχαν γράψει το άλμπουμ. Ακόμα και ο Phil Collins, παρά την τεράστια επιτυχία που γνώριζε σαν σόλο καλλιτέχνης αλλά και με τους Genesis, ανέλαβε τα τύμπανα για τις εμφανίσεις του τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Ο Richie Hayward των Little Feat ανέλαβε να τον αντικαταστήσει.
Τον Νοέμβριο του ’83 ανέβηκε ξανά σε βρετανική σκηνή, στο Apollo της Γλασκώβης, για πρώτη φορά μετά από τις τελευταίες συναυλίες των Zeppelin στο Knebworth το 1979.