Μετά από την ολοκλήρωση μιας τεράστιας πορείας και βαριάς κληρονομίας με τους θρυλικούς UFO, αλλά και την πρόσφατη προσωπική του μάχη με την υγεία του, ο τεράστιος Phil Mogg βρήκε την ενέργεια να επιστρέψει μ’ ένα προσωπικό και καλλιτεχνικά ώριμο έργο, ενάντια στις όποιες φωνές («Κασσάνδρες») για οριστική απόσυρση από τα μουσικά δρώμενα. Η θριαμβευτική επιστροφή συντελέστηκε με το “Moggs Motel”, ένα άλμπουμ που καταδεικνύει την έμφυτη επιμονή του και την ανθεκτικότητά του στην παγκόσμια rock σκηνή. Για όσους παρακολουθούν την καριέρα του, το άλμπουμ αυτό μοιάζει σαν μια αυτοβιογραφία σε μουσική μορφή, γεμάτο από εμπειρίες ζωής, αναπολήσεις κι ιστορίες απ’ τη μακρά του διαδρομή.
Το “Moggs Motel” δεν είναι μόνο μια παράσταση / παράθεση του κλασικού ύφους του Mogg, αλλά και μια επαναφορά της μουσικής του ταυτότητας με σύγχρονη ματιά, συνεργαζόμενος με κορυφαίους μουσικούς και παραγωγούς. Έπειτα από δεκαετίες στο προσκήνιο, η επιστροφή συντελείται μ’ έναν δίσκο που αποπνέει την αίσθηση της διαχρονικότητας και της αυτογνωσίας. Με συνεργάτες όπως ο Tony Newton και ο Neil Carter, καταφέρνει να δημιουργήσει κάτι που στέκεται μετέωρο μεταξύ του χθες και του σήμερα, διατηρώντας τη φρεσκάδα του παρελθόντος αλλά και την αντήχηση του στο μέλλον.
Η παραγωγή του “Moggs Motel” χαρακτηρίζεται από την άψογη ηχητική ισορροπία, με τον Tony Newton να λειτουργεί ως σύγχρονος αλχημιστής που παντρεύει το κλασικό με το μοντέρνο. Το στούντιο του Steve Harris των Iron Maiden παρείχε το ιδανικό περιβάλλον για ν’ αναδειχθεί ο πολύπλευρος ήχος του δίσκου, χωρίς να διακυβεύεται η αυθεντικότητα του Mogg. Τα μουσικά τοπία είναι προσεκτικά σχεδιασμένα, δίνοντας χώρο σε κάθε όργανο να λάμψει, από τα βαριά τύμπανα του Joe Lazarus μέχρι τις πολυεπίπεδες κιθάρες του Neil Carter και του Tommy Gentry.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η ικανότητα του Mogg να μεταφέρει το βάρος των χρόνων μέσα από την φωνή του, η οποία έχει διατηρήσει την εσωτερική της φλόγα, παρά την ωριμότητα που πλέον τη χαρακτηρίζει, αλλά και την ταυτοποιεί. Σε κάθε φράση, μπορεί κανείς ν’ ακούσει το βάθος της εμπειρίας, αλλά και την επιθυμία για συνεχή δημιουργία.
Αν και παραμένει πιστό στις ρίζες του κλασικότροπου rock, παρουσιάζεται μια πιο ώριμη / μεστή και πιο προσωπική προσέγγιση ως προς τη μουσική του προσέγγιση. Το άλμπουμ εμπεριέχει τραγούδια που το καθένα αποκαλύπτει μια διαφορετική πτυχή της ψυχής του δημιουργού· κάθε κομμάτι, μια ιστορία ζωής.
Το εναρκτήριο “Apple Pie” είναι μια ωδή στην απλότητα της ζωής και τη γλυκόπικρη γεύση των αναμνήσεων. Κινείται σε δυναμικά / έντονα ρυθμικά μοτίβα, ενώ οι στίχοι διακατέχονται από μια αίσθηση αυτογνωσίας που μόνο ο χρόνος μπορεί να δωρίσει. Οι κιθάρες του Carter δημιουργούν ένα ηχητικό πέπλο που οδηγεί τον ακροατή μέσα από τις αναμνήσεις του Mogg, ενώ το μπάσο του Tony Newton κρατά τον παλμό της εσωτερικής αυτής πορείας. To εκπληκτικό “Sunny Side of Heaven” λειτουργεί ως αντίβαρο στην πιο βαριά ατμόσφαιρα του άλμπουμ, με τα φωνητικά της Zoe Devlin Love να προσθέτουν μια απαλή ισορροπία. Ο Mogg φαίνεται να βρίσκει φως στις πιο σκοτεινές του σκέψεις, αφού πραγματεύεται την ελπίδα και την προσωπική ανάταση, μ’ έναν τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα αινιγματικό.
Το “Face of an Angel” είναι ίσως το πιο συναισθηματικά φορτισμένο τραγούδι του δίσκου, ακροβατώντας ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια. Η αργή του εξέλιξη δημιουργεί μια αίσθηση απώλειας και προσδοκίας, με την κιθάρα να παίζει έναν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική δομή του κομματιού. Η γεμάτη από συναίσθημα φωνή του Mogg συνδυάζεται με τις κιθάρες του Carter για να δημιουργήσουν ένα σπαρακτικό low tempo θέμα. Ενώ στο αγαπημένο μου “Wrong House” (το οποίο «ανοίγει» υπό το ορχηστρικό “Harry’s Place”, αποπνέοντας μια cinematic προοπτική), το άλμπουμ αποκτά μια σκοτεινή, σχεδόν κινηματογραφική διάσταση. Το τραγούδι αποτελεί μια αφήγηση, που αναλύει την αίσθηση του «ανήκειν», αντιπαραθέτοντας τις έννοιες του αποκλεισμού και της παγίδευσης / εγκλωβισμού από πρόσωπα και καταστάσεις. Η ενορχήστρωση, με τις βαριές κιθάρες και τα δυναμικά τύμπανα, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που θυμίζει τις καλύτερες εποχές των UFO.
Το κλείσιμο του άλμπουμ γίνεται μ’ ένα τραγούδι γεμάτο αναστοχασμό, όπου ο Mogg αντικρίζει το παρελθόν με τη νοσταλγία που του πρέπει. Το “Storyville” είναι ένα τραγούδι απολογισμού που δεν αναζητά απαντήσεις, αλλά αποδέχεται την πορεία της ζωής όπως είναι. Η ενορχήστρωση εδώ είναι λιτή, μ’ εξέχουσα τη φωνή του Mogg, η οποία κουβαλά την εμπειρία των χρόνων και τη σοφία των ιστοριών που αφηγείται.
Με τα άψογα φωνητικά, την καλοδουλεμένη ενορχήστρωση και τη φιλοσοφική του διάθεση, το “Moggs Motel” είναι μια κατάθεση ψυχής από έναν καλλιτέχνη που συνεχίζει ν’ αναζητά και να καταθέτει την αλήθεια του μέσα από τη μουσική, ακόμη και όταν όλα γύρω αλλάζουν.
Το “Moggs Motel” δεν είναι απλώς μια επιστροφή. Είναι μια απόδειξη ότι «τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», κουβαλώντας πάνω τους την πατίνα του χρόνου αλλά και το απόσταγμα της εμπειρίας και ταυτόχρονα ότι «τα διαμάντια είναι παντοτινά», αμετακίνητα στη λάμψη τους, αντανακλώντας αυτή καθαυτή τη διαχρονική τους αξία. Η δύναμη του ξεπερασμένου και του ακατάλυτου βρίσκουν κοινή πορεία, καθώς τόσο η φθαρμένη ομορφιά όσο και η αιώνια τελειότητα διατηρούν την επιρροή τους αμετάβλητη.
Είδος: Rock
Δισκογραφική: SPV/Steamhammer
Ημ. Κυκλοφορίας: 6 Σεπτεμβρίου 2024