
Οι Pagan Altar αποτελούν προσωπική αδυναμία. Ένα συγκρότημα που πέρασε μέσα από χίλια μύρια κύματα για να φτάσει στη δική του Ιθάκη. Έχουν αφήσει όμως το δικό τους έντονο στίγμα και η προσφορά τους έχει πλέον αναγνωριστεί καθολικά από τη metal κοινότητα. Έχοντας μια δισκογραφία που απαρτίζεται από διαδοχικές κορυφές, κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό το νέο τους δίσκο “Never Quite Dead”, που ικανοποίησε στο έπακρο τους αμετανόητους οπαδούς τους! Ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, κύριος Alan Jones, έρχεται με τη χαρακτηριστική ευγένεια που τον διακρίνει, να μοιραστεί μαζί μας ιστορίες του παρελθόντος, του παρόντος, αλλά και να κεντρίσει την προσμονή μας ενόψει της εμφάνισής τους τον Αύγουστο στο Over the Wall-Crete Rock Festival.
Σας χαιρετίζω κύριε Jones! Είμαι μεγάλος θαυμαστής της μουσικής σας και αυτή μας η κουβέντα αποτελεί μεγάλη τιμή για το περιοδικό μας. Ευχαριστώ που αποδεχθήκατε την πρόσκλησή μας.
Εγώ ευχαριστώ που με καλέσατε.
Πριν συζητήσουμε για το νέο εξαιρετικό album σας, θα ήθελα να μας πείτε μερικά πράγματα σχετικά με τις πρώτες μέρες του συγκροτήματος. Πως σχηματίστηκαν οι Pagan Altar, ποιος είχε την ιδέα του ονόματος και αν θυμάστε, που ήταν η πρώτη σας εμφάνιση ως Pagan Altar;
Pagan Altar ήταν στην πραγματικότητα το τρίτο όνομα που πήραμε αφού ακολουθήσαμε μια πιο “βαριά” κατεύθυνση το 1978. Πριν από αυτό είχαμε ξεκινήσει το 1975 ως συγκρότημα διασκευών υπό την ονομασία Liquid Gas, το οποίο δημιουργήθηκε από τον πατέρα μου, με μερικούς από τους γιους του συνεργάτη του και εμένα. Στην τρυφερή ηλικία των 12 μάθαινα πώς να παίζω και εκείνη την εποχή τα άλλα μέλη της μπάντας ήταν όλοι έφηβοι, εκτός από τον πατέρα μου που θα ήταν περίπου 30. Παίζαμε ελαφρύ rock στο στυλ του Peter Frampton και των Bad Company, συν κάποιες διασκευές στα “Black Night” και “Paranoid”, όσο καλύτερα μπορούσαμε βέβαια. Αυτή ήταν η κατεύθυνση που θέλαμε να ακολουθήσουμε και εκείνη την εποχή ακούγαμε κυρίως μπάντες όπως οι ELP, Uriah Heep, Queen, Deep Purple, Jethro Tull, Wishbone Αsh.
Αλλάξαμε το όνομα σε Hydra το 1977 και εκείνη την εποχή ασχολήθηκα περισσότερο με τους Black Sabbath, γεγονός το οποίο μάλλον άρχισε να μας δίνει έναν πιο αξιοσημείωτο Sabbath ήχο, αναμεμειγμένο με όλες τις άλλες πρότερες επιρροές. Όταν μπήκαν τα 80s και το νέο κύμα του Heavy Metal ήταν πλέον στη μόδα, αυτό που παίζαμε θεωρούνταν αργό και βαρετό. Γράψαμε όντως μερικές πιο γρήγορες μελωδίες, αλλά δεν νιώθαμε πραγματικά ότι είμαστε μέρος αυτού του ήχου, έτσι απλά κολλήσαμε σε αυτό που ξέραμε καλύτερα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι η πρώτη μας συναυλία ως Pagan Altar ήταν στο Ruskin Arms στο ανατολικό Λονδίνο.
Πίσω σε εκείνες τις πρώτες μέρες στο Brockley, πόσο εύκολο ήταν να παίξει κάποιος heavy metal στα τοπικά clubs;
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το Brockley ήταν η Σιβηρία της μουσικής και δεν υπήρχε κάποιο κατάλληλο μέρος που θα μπορούσε να φιλοξενήσει rock συγκροτήματα. Ταξιδεύαμε κυρίως στο ανατολικό Λονδίνο και στο Essex για να κάνουμε πολλές από τις συναυλίες μας. Υπήρχαν μερικά μέρη για να παίξεις στο νότιο Λονδίνο, αλλά ήταν λίγα. Το Saxon Tavern ήταν ένα πολύ γνωστό μέρος εκείνη την εποχή κοντά στο Catford, όπου έπαιζαν πολλές από τις NWOBHM μπάντες, αλλά για κάποιο λόγο δεν παίξαμε ποτέ εκεί.

Λίγο αργότερα αφότου ξεκινήσατε, ξέσπασε το NWOBHM. Η μουσική σας όμως ήταν αρκετά διαφορετική από αυτό το μουσικό ρεύμα. Περισσότερο heavy, με οccult θεματολογία και μια αγάπη για τη folk μουσική. Κατά την άποψη μου, αυτό σας έκανε ξεχωριστούς. Αποτέλεσε όμως παράλληλα τον ίδιο λόγο, για τον οποίον το πρώτο σας album κυκλοφόρησε πίσω στο 1982 σε περιορισμένα αντίτυπα και κυρίως σε demo μορφή;
Ο μουσικός τύπος της δεκαετίας του ’80, μας κατέταξε στην κατηγορία των δεινοσαύρων μαζί με όλα τα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’70 όπως οι Yes και οι Jethro Tull κ.λπ., οπότε νομίζω ότι ήταν πολύ αργά για μας, ώστε το όνομα μας να αποτελέσει θέλγητρο για να ενταχθούμε στο δυναμικό κάποιας δισκογραφικής εταιρείας. Παρόλο που υπήρχαν ακόμη αρκετοί μουσικοί εκεί έξω που καταπιάνονταν με τον παλιότερο ήχο, δεν φτάσαμε ποτέ σε ένα σημείο όπου θα είχαμε πραγματική υποστήριξη και προώθηση. Το πρώτο μας album, υπό κανονικές συνθήκες δεν προοριζόταν να είναι το ντεμπούτο μας. Ήταν απλώς για εμάς, ώστε να μπορούμε να κλείνουμε συναυλίες. Ήταν πολύ διαφορετικά εκείνες τις μέρες, όπου έπρεπε να πας μια κασέτα με το demo σου στο χώρο που ήθελες να εμφανιστείς, να τη βάλεις στο manager του club, να την ακούσει και μετά να αποφασίσει εάν θα ήθελε να εμφανιστείς στο χώρο του. Φτιάχναμε μόνοι μας τις κασέτες, χρησιμοποιώντας αλυσιδωτά τέσσερα ή πέντε μαγνητόφωνα, οπότε μπορείς να φανταστείς πώς αυτές οι κασέτες ακούγονταν.
Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας σας, Terry Jones, ήταν αυτός που έτρεφε τη μεγαλύτερη αγάπη για τη folk μουσική;
Υποθέτω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Θα έβρισκα κάτι που δεν είχε ακούσει και θα του το έπαιζα και το αντίστροφο. Είχαμε λίγο πολύ το ίδιο γούστο στη μουσική, πιθανώς επειδή όταν ήμουν νεότερος, ήταν ο μόνος που έφερνε μουσική στο σπίτι.
Κάτι επίσης πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή ήταν το έντονο θεατρικό στοιχείο, στη σκηνική σας παρουσία. Ποιος είχε πάλι την ιδέα για όλο αυτό και τι θυμάστε από εκείνες τις εμφανίσεις;
Αυτή ήταν μια ιδέα του πατέρα μου. Ποτέ δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο οι μπάντες απλώς ανέβαιναν στη σκηνή με τους πρωταγωνιστές τους, έβαζαν τα όργανα στην πρίζα και άρχιζαν να παίζουν. Όλη η αρχή του set μας, ήταν ένας τρόπος να ανέβουμε στη σκηνή και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον του κόσμου, πριν ακόμη αρχίσουμε να παίζουμε.
Ουσιαστικά το συγκρότημα διαλύθηκε το 1984. Θυμάστε τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση; Πώς νιώσατε τότε και ποια ήταν η μετέπειτα ενασχόλησή σας με τη μουσική;
Εγώ ήμουν που έφυγα από το συγκρότημα το 1984, παρόλο που εκείνη την εποχή ήμασταν κάπως σαν θανατοποινίτες που περίμεναν να έρθει η ώρα τους. Ο drummer μας, o John (σ.σ. John Mizrahi), υποτίθεται ότι θα καθόταν στο Ισραήλ όπου είχε πάει μερικές εβδομάδες, αλλά τελικά έμεινε εκεί για περίπου έξι μήνες. Επέστρεψε λίγες μέρες πριν από μια συναυλία, την οποία είχαμε κλείσει στο Tramshed στο Woolwich, πριν αυτός φύγει. Κάναμε μια πρόβα το βράδυ πριν από το live, ουσιαστικά παίξαμε εντελώς χωρίς πρόβα, και το τελικό αποτέλεσμα ακουγόταν ακριβώς έτσι.
Ταυτόχρονα, μου είχαν ζητήσει να κάνω κάποια ηχογράφηση με το συγκρότημα XYZ του φίλου μου Ian Winter που μόλις είχε χάσει τον κιθαρίστα του και ήθελε να γίνω μέλος της μπάντας. Προσπάθησα να κάνω και τα δύο ταυτόχρονα, αλλά εκεί όπου οι XYZ ήταν όλοι τους ενθουσιασμένοι και ανερχόμενοι, στους Pagan Altar ένιωθα ότι υπήρχε αδιέξοδο. Ο μπαμπάς ένιωθε “χορτασμένος” επίσης, οπότε αποφασίσαμε ότι είχαμε ήδη δώσει στη μπάντα τον καλύτερο μας εαυτό και ότι έφτασε η ώρα να σταματήσουμε.
Η βασική μου ερώτηση σχετικά με τους Pagan Altar παραμένει η εξής: Πώς είναι δυνατόν μια μπάντα που έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένα καινοτόμο παράδειγμα της heavy rock/metal σκηνής της εποχής, να αγνοηθεί ανεξήγητα πίσω στη δεκαετία του ’80;
Νομίζω ότι το απάντησα λίγο νωρίτερα, αλλά εν ολίγοις, το συγκρότημα γεννήθηκε στο τέλος μιας εποχής και δεν ταίριαζε πραγματικά στο νέο κύμα το οποίο ήταν περισσότερο εμπνευσμένο από το punk. Νομίζω ότι αν υπήρχαμε ως Pagan Altar την περίοδο 1973-74, τα πράγματα μπορεί να ήταν διαφορετικά, αλλά εγώ θα ήμουν 11 χρονών εκείνη την εποχή.

Ευτυχώς για όλους εμάς, τους οπαδούς της μουσικής σας, το 2004 αποφασίσατε να επιστρέψετε. Θα αντιστρέψω τώρα την ερώτηση. Τι ήταν αυτό που σας έκανε, να ενεργοποιήσετε ξανά το συγκρότημα;
Νομίζω ότι αυτό έχει πλέον καταγραφεί, σε ικανοποιητικό βαθμό. Θέλαμε πραγματικά να κυκλοφορήσουμε το πρώτο μας album, όταν ακούσαμε ότι η demo κασέτα είχε μετατραπεί σε album και πουλήθηκε για ανόητα χρηματικά ποσά. Είχα την ευκαιρία να ακούσω αυτό το bootleg μια φορά και ο ήχος ήταν “γλυκανάλατος”. Πρέπει να το είχαν πάρει από ένα από τα αντίγραφά μας, το οποίο πρέπει να ήταν μάλλον το τρίτο ή το τέταρτο στη σειρά των αλυσιδωτών ηχογραφήσεων σε κασέτα που σας έλεγα προηγουμένως και νιώσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι για να το σταματήσουμε αυτό. Έτσι, κυκλοφορήσαμε το album σωστά όπως πρέπει, από τον κύλινδρο στους τροχούς.
Όταν το κάναμε αυτό, ο κόσμος ήθελε ένα επιπλέον album, και είχαμε ακόμα ένα βουνό από έτοιμο υλικό, οπότε το κάναμε. Όλο αυτό το διάστημα μας ζητήθηκε να παίξουμε ζωντανά, οπότε σκεφτήκαμε να κάνουμε μία ή δύο συναυλίες και να το αφήσουμε έτσι. Μόλις όμως λάβαμε την ανταπόκριση του κοινού αυτή τη φορά, μπήκε ξανά μέσα μας το “μικρόβιο”.
Όταν έμαθα τα δυσάρεστα νέα για το θάνατο του πατέρα σας, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, ότι αυτό μπορεί να είναι το τέλος της διαδρομής για μια ακόμη φορά για τους Pagan Altar. Πέρασε κι από το δικό σας μυαλό αυτή η σκέψη ή το να συνεχίσετε ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσετε αυτόν τον σπουδαίο τραγουδιστή;
Και τα δύο.
Για ένα χρόνο μετά, δεν άγγιξα καθόλου την κιθάρα μου, αλλά είχα μείνει σε επαφή με τον Diccon (σ.σ. Diccon Harper) τον παλιό μας μπασίστα. Μια μέρα στα τέλη του 2016 ο Diccon είχε ένα τηλεφώνημα από τον Andy (σ.σ. Andy Green), drummer μας από το 2008, και με ρώτησε αν ήθελα να πάμε να τον δούμε στο Wiltshire. Αποφασίσαμε να κλείσουμε ένα studio εκεί και να τζαμάρουμε για χάρη του παλιού καιρού. Πήγε τόσο καλά αυτό και σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε πιθανώς να προχωρήσουμε σε ένα ακόμα album (το “Room of Shadows”) με τον Andy και τον Diccon, και να το κυκλοφορήσουμε σωστά, καθώς είχε ολοκληρωθεί πριν φύγει από τη ζωή ο πατέρας μου.
Κατά την άποψη μου ο Brendan Radigan, είναι ο μόνος που μπορεί να αναπληρώσει το κενό που άφησε ο Terry Jones. Έχει αφήσει ήδη ένα αξιομνημόνευτο στίγμα στην underground metal σκηνή και η απόδοσή του είναι εξαιρετική στο “Never Quite Dead”. Πως ήρθατε σε επαφή μαζί του;
Αυτό έγινε μέσω της καλής μας φίλης Annick Giroux από την Temple of Mystery Records, που μας γνώρισε τον Brendan.
Αφού κυκλοφορήσαμε το “Room of Shadows”, μπορεί να της υπαινίχθηκα ότι θα ήταν ωραίο να κάνω ένα αφιέρωμα στον πατέρα μου και σκεφτόμουν το κατάλληλο μέρος στον κόσμο που θα μπορούσα να το κάνω. Της άρεσε η ιδέα και ανέλαβε τα υπόλοιπα. Έβαλε μπροστά τον Brendan που τραγουδούσε στους Magic Circle και τον Andres (σ.σ. Andres Arango) που ήταν στο συγκρότημα της, τους Cauchemar, και έκλεισε το Catacombs στο Μόντρεαλ. Κάναμε την πρώτη μας πρόβα λίγες μέρες πριν τη συναυλία και νομίζω ότι όλοι γνωρίζαμε ότι θα λειτουργούσε όπως έπρεπε.
Κάναμε αυτό το show ως Time Lord και μετά μας ζητήθηκε να παίξουμε στο Hammer of Doom στη Γερμανία, όπου σε ένα μεγάλο χώρο μας υποδέχτηκαν με πολύ ενθουσιασμό. Μετά από αυτό, όλοι είπαμε ας βγούμε απλά ως Pagan Altar.

Νομίζω ότι το “Never Quite Dead” είναι το πιο πολυσυλλεκτικό album σας έως σήμερα. Όπου πολλά στοιχεία της μουσικής σας συνδυάζονται ιδανικά. Πραγματικά ένας φανταστικός δίσκος! Πως προέκυψε αυτή η μουσική του κατεύθυνση;
Νομίζω ότι ήταν πάντα εκεί. Νομίζω ότι όλα τα album μας έχουν τη δική τους προσωπικότητα και είναι αρκετά διαφορετικά, αλλά εξακολουθούν να είναι Pagan Altar. Πάντα πιστεύαμε ότι η ποικιλία είναι το καρύκευμα της ζωής και αν δεν κάνεις συνδυασμούς σε ένα album, απλώς λαμβάνεις παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού με την ίδια ταχύτητα.
Το “Kismet” έγινε ένα από τα αγαπημένα μου Pagan Altar τραγούδια, από το σύνολο της δισκογραφίας σας. Περιέχει ένα ’70s συναίσθημα, όπως οι αντίστοιχες “επικές” συνθέσεις εκείνης της περιόδου. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας, την ιστορία πίσω από αυτό το τραγούδι;
Το τραγούδι γράφτηκε στην πραγματικότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην κουζίνα του πληκτρά μας Louise, λίγο έξω από το Λονδίνο στο Bexleyheath Kent.
Ρώτησα τον πατέρα μου για τους στίχους του τραγουδιού όταν το γράφαμε, επειδή δεν έγραφε ποτέ του ερωτικά τραγούδια, και είπε ότι αφορούσε εμένα. Αφού χώρισα με μια κοπέλα με την οποία έβγαινα για μερικά χρόνια, υπήρχε ένα μεγάλο διάστημα προτού ξεκινήσω ξανά να βγαίνω σε ραντεβού και αυτό ήταν ουσιαστικά το θέμα των στίχων. Αν και ο πατέρας μου είχε τη συνήθεια να λέει στις περισσότερες γυναίκες, ότι το τραγούδι αφορούσε εκείνες.
Ο πατέρας μου ήθελε να συμπεριλάβει το τραγούδι στο “Room of Shadows”, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ταίριαζε απόλυτα σε εκείνο το album και θα ήταν προτιμότερο να μπει στον επόμενο δίσκο. Έγραψε τα φωνητικά για το “Kismet”, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε σωστά.
Υπάρχουν κι άλλα παλιά ακυκλοφόρητα τραγούδια κλεισμένα στο “σεντούκι” σας, περιμένοντας ένα επόμενο album για να ακουστούν;
Όχι, αυτό είναι το τελευταίο. Αν και γράψαμε ένα τραγούδι με το όνομα “The Lilly Μaid of Astolat” στη δεκαετία του ’70, το οποίο ήταν σε μια παλιά κασέτα, αλλά μπορέσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε μόνο ένα μέρος του, ενώ οι στίχοι του πέθαναν μαζί με τον πατέρα μου. Πήραμε μερικούς στίχους του, η αδερφή μου έγραψε τους υπόλοιπους και τραγούδησε σε ένα demo που κάναμε.
Τον ερχόμενο Αύγουστο πρόκειται να εμφανιστείτε στο Ηράκλειο της Κρήτης στο Over the Wall festival. Τι να περιμένουν οι οπαδοί σας από αυτή σας την εμφάνιση; Έχετε αναμνήσεις από τις προηγούμενες συναυλίες σας στην Ελλάδα;
Έχω επισκεφθεί το Ηράκλειο της Κρήτης στο παρελθόν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για διακοπές, οπότε ανυπομονώ να επιστρέψω στην Κρήτη. Έχουμε αρχίσει να βάζουμε στο set μας, τραγούδια από το νέο album, οπότε ελπίζουμε ότι μέχρι τον Αύγουστο ο κόσμος θα τα τραγουδήσει μαζί μας. Νομίζω ότι τόσο εγώ όσο και ο πατέρας μου είχαμε πάντα στενή σχέση με την Ελλάδα και πάντα αγαπούσαμε τις εντελώς τρελές αντιδράσεις, που πάντα λαμβάναμε στις εμφανίσεις μας.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο και τις απαντήσεις σας. Ήταν πραγματικά τιμή μου! Ο επίλογος σας ανήκει.
Τα λέμε στην Κρήτη!