OCTOHAWK: “Determinist”

ALBUM

Μάλλον τα έξι εθνικά και τα δυο διεθνή βραβεία που έχει πάρει η πατρίδα τους, το Ντράμεν της Νορβηγίας για την περιβαλλοντική και αστική ανάπτυξη, δεν εμπόδισαν στιγμή τους σκεπτόμενους πρωτεργάτες του κουιντέτου των Octohawk να συνεχίσουν να σκέπτονται. Μια προϊστορία δεκατριών ετών με το όνομα Mammuth αποτέλεσε τον πρόγονο αυτής της φρέσκιας μπάντας, που δρα με τη μορφή αυτή από το 2020.

Οι Octohawk αποτελούν μια από εκείνες τις περιπτώσεις που αδικούνται και μάλλον παρεξηγούνται, όταν περιγράφονται από επιμέρους μουσικά ιδιώματα. Ένα βιαστικό ψάξιμο θα συναρμολογήσει την περιγραφή ενός σχήματος που ρίχνει σεβαστές δόσεις από slufge, stoner, αλλά και doom στο progressive μαγικό φίλτρο του. Ακόμα και αν υπάρχει μια σεβαστή δόση αλήθειας σε αυτά, το οριστικό αποτέλεσμα της μουσικής τους είναι ένα χαρμάνι που περισσότερο βιώνεται παρά περιγράφεται με δοσολογίες επιρροών.

Και είναι πράγματι κάπως ειρωνικό για τους ίδιους, που έχουν καταπιαστεί στο “Determinist” στην απόπειρα να διατρέξουν τη διαδρομή της εποχής του ντετερμινισμού, να τύχουν της ανάλογης ανάλυσης και υπολογισμού που απεχθάνονται. Κάπου εκεί χτυπά και η καρδιά του δίσκου, στην κατάληξη ενός δρόμου, όπου η ανθρωπότητα έχει εγκαταλείψει τον κόσμο των μυστηρίων, των θαυμάτων και της τύχης. Σε μια πραγματικότητα όπου όλα υπολογίζονται ως την παραμικρή λεπτομέρεια, αναλύονται και τελικά προκαθορίζονται, οι άνθρωποι έχουν την εντύπωση πως ευδοκιμούν και απολαμβάνουν την επιστημονική πρόοδο. Ζώντας πια στην πλημμυρίδα της συνεχώς ρέουσας πληροφορίας, αυτό που παραμονεύει στον επίμονο μουσικό στοχασμό των Νορβηγών είναι ποιο είναι πραγματικά το τίμημα για όλα αυτά.

Μην θέλοντας στιγμή να αδικήσω το απαιτητικό, ευρηματικό μοντέρνο metal που σμιλεύουν οι πέντε τύποι από το Ντράμεν, αν μου ζητούσαν να διαλέξω δυο μουσικές τοποθεσίες για να στηρίξω την συνθετική τους γέφυρα, θα κατέληγα στους Mastodon και τους The Ocean. Όμως οι Octohawk είναι μια περίπτωση μουσικών που έχουν αναπτύξει έξυπνα και εμπνευσμένα τα αγαπημένα τους ερεθίσματα. Το metal τους είναι από τη μια συμπαγές, προωθητικό, επιτακτικό, γνωρίζει να συμφιλιώνει τις μεταβάσεις και τα χρώματα των τραγουδιών, και να φέρνει τον ρυθμό με την ένταση σε μια ξεχωριστή σχέση. Τα φωνητικά θα αναδείξουν την αγωνία, τον πνευματικό συναγερμό, και θα επιλέξουν έναν λιτό ρεαλισμό γι’ αυτό που έχει την ευπρόσδεκτη πολυτέλεια να αποκαλύπτει και φύλλα μελωδίας. Πέρα από αυτό, η εξέλιξη και η πρόοδος των τραγουδιών έχει συχνά εντυπώσεις και εκτροπές που μεταφέρουν σε άλλα πεδία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τη επική κορύφωση του “Gateways” που κλείνει το δίσκο δεν μπορώ να θυμηθώ.

Αν θέλοντας να συνοψίσω, συγκεντρώσω τα όπλα των Octohawk, θεωρώ πως η μουσική τους αναπαράγει αισθητά μια εγκεφαλική ενέργεια, όντας λεπτομερής, ιδιαίτερη, αλλά στηριγμένη στην ενέργεια και αμεσότητα μιας σπουδαίας δουλειάς στα ριφ. Είναι μια διαδρομή με έξι κύρια τραγούδια και ένα εμβόλιμο instrumental, που χρειάζεται τον χρόνο του για να αποκαλυφθεί συνολικά.

Πέρα από τα υπόλοιπα μικρά του μυστικά, και το απαιτητικό πάντρεμα στιχουργικών θεμάτων και μουσικής, το μεγαλύτερο χάρισμά του είναι πως ακούγεται πιο άμεσα, ελκυστικά και σαφώς ευκολότερα από ακροατές που δεν αρέσκονται στα ιδιώματα αναφοράς τους. Σε ένα συνεκτικό σύνολο μεγάλων απαιτήσεων, τα εκπληκτικά “Arcane Dawn”, “Decode”, και “Gateways”  θα έδιναν γρήγορα άλλο ένα βραβείο στο Ντράμεν.

Είδος: Sludge/Progressive Metal
Εταιρεία: Crime Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 7 Ιουνίου 2024

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1159 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.