MOTORHEAD: Φτάνουν στο ενδέκατο άλμπουμ τους με το “Bastards” του 1993

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ- 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

 Το “Bastards” είναι το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού μυθικού συγκροτήματος των Motörhead. Κυκλοφόρησε στις 29 Νοεμβρίου 1993 από την ZYX Music, και ήταν η μοναδική κυκλοφορία του συγκροτήματος σε αυτήν την εταιρεία. Είναι ένα από τα δύο στούντιο άλμπουμ με τη σύντομη σύνθεση των Lemmy, Würzel, Zööm και Mikkey Dee, καθώς στο προηγούμενο άλμπουμ ο Dee ήταν ένας “special guest” ντράμερ και δεν είχε ενταχθεί επίσημα στο συγκρότημα.

 Ήταν επίσης το πρώτο από τα τέσσερα άλμπουμ των Motörhead που δουλεύτηκαν από τον πρώην παραγωγό τvn Child’ƨ Play, Howard Benson, και το πρώτο στούντιο άλμπουμ των Motörhead που δεν περιείχε ομώνυμο κομμάτι. Μετά την ανεπιτυχή εκμετάλλευση της επιτυχίας του “1916” με τη συνέχεια του “March ör Die” το 1992, το συγκρότημα επέστρεψε στις ρίζες του: ήταν δυνατό και γρήγορο. Τα θέματα των στίχων κυμαίνονται από την κοινωνική κριτική (“On Your Feet or on Your Knees”), στον πόλεμο (“Death or Glory” και “I am the Sword”) μέχρι την κακοποίηση παιδιών (“Don’t Let Daddy Kiss Me”) και το ολοκληρωτικό χάος (“Burner”). Ο Lemmy αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι πρόσφερε το “Don’t Let Daddy Kiss Me” τόσο στην Joan Jett όσο και στη Lita Ford:

“Επειδή πίστευα πως ένα κορίτσι έπρεπε να το τραγουδήσει, αλλά καμία δεν το πήρε ποτέ”.

Επανεκδόθηκε από τη Steamhammer το 2001 . Το “Bastards” θεωρείται από το συγκρότημα σαν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους. Στο ντοκιμαντέρ “The Guts and the Glory”, ο κιθαρίστας Phil Campbell ενθουσιάζει: “Δουλέψαμε πολύ σκληρά για αυτό. Τα τραγούδια ήταν εκεί, η δέσμευση ήταν εκεί, το παίξιμο ήταν εκεί, η παραγωγή ήταν εκεί, τα πάντα ήταν εκεί…Είμαι τόσο περήφανος για αυτό το άλμπουμ. Τίποτα κακό με αυτό το άλμπουμ, μόνο μερικά υπέροχα τραγούδια.” Στην αυτοβιογραφία του “White Line Fever”, ο αρχηγός Lemmy το αποκαλεί: “ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που κάναμε ποτέ.”

Ήταν όμως πολύ δυσαρεστημένος που η δισκογραφική του συγκροτήματος, η γερμανική ZYX, δεν το προώθησε εκτός Γερμανίας. “Είναι τόσο απογοητευτικό όταν κάνεις τα πάντα για ένα άλμπουμ και είσαι πραγματικά ενθουσιασμένος με αυτό και κανείς άλλος δεν νοιάζεται, ειδικά η δισκογραφική σου εταιρεία”.

Το τραγούδι “Born to Raise Hell” αργότερα ηχογραφήθηκε ξανά με τον Ice-T και και τον τραγουδιστή των Ugly Kid Joe, Whitfield Crane, και κυκλοφόρησε σαν single (βγήκε και μια περιορισμένη έκδοση σε picture disc). Αυτή η έκδοση του τραγουδιού εμφανίστηκε στην ταινία “Airheads”.

Ο Joe Petagno, για πολλά χρόνια καλλιτεχνικός συνεργάτης στα εξώφυλλα των Motörhead, αποκάλυψε σε μια σπάνια συνέντευξη στο μπόνους DVD της έκδοσης “Inferno 30th Anniversary” ότι το άλμπουμ αρχικά είχε αποφασιστεί να ονομαστεί “Devils”. Είχε ήδη σχεδιάσει ένα εξώφυλλο για να ταιριάζει με αυτόν τον τίτλο όταν τελικά άλλαξε. Εκτός από το αρχικό όνομα του άλμπουμ, ο Petagno είχε επίσης αυτή τη αίσθηση για την έννοια του εξωφύλλου του άλμπουμ: “Το Bastards ήταν ένα σχέδιο που έκανα σαν απάντηση στο “March ör Die”. Αυτό το γαμημένο φρικτό εξώφυλλο που με εξόργισε. Ήταν το χειρότερο πράγμα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Σκέφτηκα, εντάξει λοιπόν, θέλουν κάτι τέτοιο. Θα το κάνω σωστά. Το έστειλα στο fan club των Motörheadbangers, τον Alan Burridge, και του άρεσε τόσο πολύ που το έβαλε στο εξώφυλλο του περιοδικού των οπαδών. Όταν το είδε ο Lemmy, το ήθελε, οπότε το “Devils” έγινε “Bastards”.

1933– Γεννιέται στο Macclesfield της Αγγλίας, ο σπουδαίος μουσικός, συνθέτης και τραγουδιστής John Mayall. Η μουσική του σταδιοδρομία έχει ξεπεράσει τα εξήντα χρόνια. Στη δεκαετία του 1960, ήταν ο ιδρυτής των John Mayall & the Bluesbreakers, μιας μπάντας που συμπεριέλαβε στα μέλη της μερικούς από τους πιο διάσημους blues και blues rock μουσικούς.

1962– Γεννιέται στο Gothenburg της Σουηδίας ο κιθαρίστας, συνθέτης και παραγωγός Andy LaRocque, κιθαρίστας στο συγκρότημα του King Diamond από το 1985. Έχει δημιουργήσει το δικό του στούντιο και έχει κάνει παραγωγές για διάφορες metal μπάντες, όπως οι Evergrey, Falconer, Eidolon, Ancient, και αρκετοί άλλοι.

Είναι γνωστός για το χαρακτηριστικό του στυλ παιξίματος που ενσωματώνει νεοκλασικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας εξωτικές κλίμακες όπως αρμονικές μινόρε, φρυγικές , μπλουζ κλίμακες και  μελωδικές μινόρε.

1974– Το “Slade in Flame” είναι το πρώτο soundtrack άλμπουμ και το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού rock συγκροτήματος Slade. Κυκλοφόρησε από την Polydor στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Warner Bros στην Αμερική. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τον Chas Chandler, και περιέχει τραγούδια που εμφανίζονται στην ομώνυμη ταινία του συγκροτήματος. Το συγκρότημα προσπάθησε να δώσει στο άλμπουμ μια αίσθηση της δεκαετίας του εξήντα, καθώς η ταινία διαδραματίζεται το 1966.

Στις ΗΠΑ, στο άλμπουμ, το “The Bangin’ Man” αντικαθιστά το “Summer Song (Wishing You Were Here)” και το “Thanks for the Memory” αντικαθιστά το “Heaven Knows”. Η πιο πρόσφατη επανέκδοση του άλμπουμ ήταν το 2015, όταν η Salvo Sound & Vision κυκλοφόρησε μια ανανεωμένη έκδοση CD + DVD του άλμπουμ και της ταινίας.

Το “So Far So Good” διασκευάστηκε από τον συνθέτη του Alice Cooper Mike Bruce στο σόλο άλμπουμ του 1975, “ In My Own Way”. Σε μια συνέντευξη του fan club το 1989, ο ντράμερ Don Powell ξεχώρισε το “Standin’ On the Corner” σαν μία από τις καλύτερες προσπάθειες του συγκροτήματος σε δίσκο.

1976– Το “Tejas” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος ZZ Top. Κυκλοφόρησε από την εταιρεία “London”,και ο τίτλος είναι μια λέξη της γλώσσας Caddo που σημαίνει “φίλοι”, που είναι η προέλευση του ονόματος της πολιτείας καταγωγής του συγκροτήματος, Τέξας.

Η παραγωγή του “Tejas” έγινε από τον Bill Ham και η ηχογράφηση και η μίξη έγινε από τον Terry Manning. Το 1987, μια ψηφιακά επεξεργασμένη έκδοση της ηχογράφησης κυκλοφόρησε σε CD και η αρχική έκδοση του 1976 σταμάτησε. Η κυκλοφορία του νέου remix δημιούργησε διαμάχη μεταξύ των φίλων της μπάντας επειδή άλλαξε σημαντικά την ισορροπία των οργάνων και τον ήχο των οργάνων, ειδικά των ντραμς.

1988– Το “G N’ R Lies” (επίσης γνωστό και μόνο σαν “Lies”) είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού hard rock συγκροτήματος Guns N’ Roses και κυκλοφόρησε από την Geffen Records. Είναι το συντομότερο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος, με διάρκεια 33:30 λεπτά. Το άλμπουμ έφτασε στη δεύτερη θέση στο αμερικανικό Billboard 200 και σύμφωνα με την RIAA, έχει πουλήσει πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το “Patience” ήταν το μόνο single που κυκλοφόρησε από το “Lies” και έφτασε στο νούμερο τέσσερα στο Billboard Hot 100. Αυτό είναι το τελευταίο τους πλήρες άλμπουμ στο οποίο συμμετέχει ο ντράμερ Steven Adler, που αποχώρησε το 1990, λίγο μετά την ηχογράφηση του single “Civil War”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 885 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.