MORBID ANGEL: “Domination”

ALBUM TRIBUTE

Είστε έτοιμοι για μια βολτίτσα στα τρίσβαθα του μοχθηρού σύμπαντος των Morbid Angel, εκεί που η γλίτσα ανασαίνει και ευδοκιμεί (where the slime lives);; Είστε έτοιμοι για μια ρισκαδόρικη βουτιά στο πιο αμφιλεγόμενο και σημαντικό – έτσι όπως αποδείχθηκε – άλμπουμ τους, το οποίο φέτος έκλεισε 30 dominating (?) χρόνια;;

 Ήδη μου σκάνε στο μυαλό οι πρώτες ενστάσεις που θα ξεμυτίσουν: Πρώτη και πιο προβλέψιμη – και συνάμα πιο επίμονη – αντίδραση πως τίποτα δεν αγγίζει το δημιούργημα που φέρει το βαρύ – σαν τους λίθους των κτισμάτων της βυθισμένης πόλης Ρ’λυέχ – τίτλο “Covenant” ως το πιο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη τους. Με βαριά αμαρτία ισοδυναμεί η αμφισβήτηση της σημαντικότητάς του. Εκτός των άλλων πούλησε και σαν μυρωδάτο κουλούρι κατευθείαν από τα χεράκια του φούρναρη της γειτονιάς. Το “Covenant” ΄έχει αναδειχθεί ως το death metal άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις.

Ωστόσο η άμεση συνέχεια, ο απόγονος αυτού του αποκυήματος θα αποδείξει για το αν οι Morbid Angel αξίζουν να στρογγυλοκαθίσουν στο Νεκρομεταλλικό θρόνο των αμέτρητων και κοφτερών λεπίδων αλλά και σε μια θέση ψηλά στις προτιμήσεις των μουσικών media της εποχής (βλέπε MTV). Ήδη πετυχαίνεις συχνά το δίδυμο της συμφοράς και της εφηβικής αποχαύνωσης, τους Beavis και Butthead, μια από τις πιο in εκπομπές της νεολαίας τότε παγκοσμίως, να σβερκοχτυπιούνται οργασμικά μπροστά από την τηλεόρασή τους στο “God of Emptiness”.

Όλα αυτά καλά, κανείς εν τούτοις δε μπορεί να εισχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό στο ανήσυχο πνεύμα των Morbid Angel και συγκεκριμένα των δυο στρατηγών τους (Trey Azagthoth, David Vincent) που ακούν και βλέπουν (Eyes to see, ears to hear) και τελικά υποκύπτουν στα ένστικτά τους όπως κάθε καλλιτέχνης που σέβεται και μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον εαυτόν του μπροστά στον καθρέπτη. Μαθαίνεις εκεί πίσω στα mid 90’s μέσω συνεντεύξεων για τον Trey και τον David και την έμφαση που δίνουν για κάθε λογής πειραματισμό, για τα διάφορα ακούσματα τους και για το ότι δεν τους ενδιαφέρει μόνο η ταχύτητα. Συμφωνούν πως δε θέλουν να κυκλοφορήσουν ένα ακόμα “Covenant”, διψώντας να σπάσουν τον κύκλο της επανάληψης.

Ο ιδρυτής των Morbid Angel που το κανονικό του όνομα είναι το σχεδόν…ισπανικό George Michel Emmanuel αλλά του έμεινε ως χαϊδευτικό το Trey επειδή ήταν ο τρίτος στο γενεαλογικό δέντρο με αυτό το όνομα, δηλώνει το 1994 πως η επόμενη προσπάθεια θα είναι πιο heavy όχι όμως και γρήγορη για το λόγο ότι το άλμπουμ στο οποίο περιοδεύουν εκείνη την εποχή έφτασε στα επιθυμητά όρια ταχύτητας. Στόχος τους πλέον είναι να βγάλουν στην αγορά κάτι αληθινά heavy και όπως είναι φυσιολογικό, όχι κάτι το αδύναμο. Αφού πρώτα τελειώσουν την tour.

Αν οι περιοδείες για το ”Covenant” ζυγίζονταν σε βάρος τότε θα μιλούσαμε για ένα ανέγγιχτο αριθμό τόνων. ‘Οπως είπε κάπου χαρακτηριστικά ο νεόφερτος Eric Rutan: “We had done a ton of touring for Covenant” και το “ton” εδώ δεν είναι μεταφορά, είναι κυριολεξία. Ο Azagthoth χτυπάει διάνα με τον κιθαρίστα από το Jersey. Ο Eric Rutan έρχεται για να πλαισιώσει τον Azagthoth στις κιθάρες και σαν πολυεργαλείο που είναι αναλαμβάνει και τα πλήκτρα. Καθόλου ψαρωμένος δε μπαίνει και τον βλέπουμε να εμπλέκεται στο γράψιμο των μισών σχεδόν συνθέσεων. Δεν άκουγε πολλά πράγματα κλεισμένος ώρες στο στούντιο πέρα από τους δικούς τους κόπους οι οποίοι έβγαιναν μέσα από ιδρώτα, “προπόνηση” και μια σχεδόν σπαρτιατική πειθαρχία. Α, ναι υπήρχε και μια δουλειά άλλων που ετοιμάζεται το ίδιο χρονικό διάστημα στα διπλανά δωμάτια των Morrιsound και εκτός από εντύπωση αφήνουν το δικό τους σημάδι στο νεαρό Rutan. Αυτή είναι το “Pierced Within” των Suffocation που υπόσχομαι πως δε θα μας ξεφύγει μέχρι το τέλος του έτους. Πίσω στο νεαρό κιθαρίστα των Morbid Angel που δε σταματάει να γράφει και να παρουσιάζει υλικό στην υπόλοιπη ομάδα. Καταφέρνει να πάρει την έγκριση των “υψηλόβαθμων” και να αφήσει το δικό του στίγμα σε διάφορα επίπεδα από riff ως τα πολλά πλήκτρα και τις ορχηστρικές συνθέσεις που έχουν τον ρόλο πρελούδιων και ιντερλούδιων στο “Domination”.

Μετά την κυκλοφορία του 1995 αποχωρεί και αυτός για να κάνει πραγματικότητα το δικό του project, τους Hate Eternal. Έκτοτε η παρουσία του στους Morbid Angel υπήρξε ένα αέναο παιχνίδι εξόδου και επιστροφής. Θα προλάβει να αποτελέσει βασικό κομμάτι ενός από τα καλύτερα άλμπουμ των Morbid Angel και του death metal της τελευταίας εικοσιπενταετίας (Gateways of Annihilation).

Στο “Domination” έχουμε όμως έναν ακόμα καινούριο “παίκτη” πέρα από τον ήδη προαναφερθέντα. Ο David Vincent (φωνητικά, μπάσο) προχωράει σε μια απρόσμενη κίνηση φέρνοντας για παραγωγό έναν άνθρωπο που δεν έχει ασχοληθεί μέχρι εκείνη και δε θα ασχολούνταν σε καμία άλλη στιγμή στο μέλλον με death metal μπάντες. Πράγματι το “Domination” θα ήταν και το μοναδικό death metal άλμπουμ όπου θα κάθονταν πίσω από την κονσόλα για να  καθορίσει την παραγωγή του. Ο συγχωρεμένος Billy Kennedy έχει ασχοληθεί με τον ήχο του καινοτόμου “The Downward Spiral” των Nine Inch Nails, ενός σχήματος που όπως αποδεικνύεται τραβάει τα βλέμματα όλης της μουσικής κοινότητας ακόμα και των άκρων!!!!

Με το πέρας των ηχογραφήσεων έρχεται η ώρα της κρίσης, η στιγμή που το έργο θα εκτεθεί στα μάτια των πιστών. Το έντονο commercial και γυαλισμένο feeling του “Domination” δεν χωνεύεται εύκολα αλλά ενδεχομένως αυτό επιθυμεί η μπάντα και κυρίως η εταιρεία.

Μετά το “Domination” ο Evil D (David Vincent) επίσης θα αποχωρήσει από τις τάξεις των Morbid Angel για να ενταχθεί στους Genitorturers, το ακραίο μουσικό-θεατρικό μόρφωμα της συζύγου του (Gen Vincent)  και δεν είναι τυχαίο που κατά κάποιον τρόπο παίρνει μαζί του και τον Kennedy σαν παραγωγό στο δίσκο που θα κυκλοφορήσουν λίγα χρόνια αργότερα, το 1998. Η τελευταία συναυλιακή εμφάνιση του Vincent με τους Morbid Angel πριν την επιστροφή του το 2004, γράφεται το 1996 στο Graspop Festival και μάλιστα έχει ήδη ανακοινώσει την απόφασή του στο MTV πριν ανεβούν στη σκηνή για να παίξουν.

Η φυγή του φρόντμαν  σχεδόν αμέσως μετά την 4η κυκλοφορία της μοχθηρής αρμάδας του Trey Azagthoth φαίνεται πως έχει να κάνει με πολλά, μεταξύ άλλων και με τους στίχους του που με βάση τα λεγόμενα του κιθαρίστα και ιδρυτή δεν είναι του επιπέδου που θα περίμενε και πως δεν εκπληρώνουν τον κύριο στόχο τους, δηλαδή το να δοξάζει τους πολυαγαπημένους του Αρχαίους (The Ancient Ones). Φτάνει σε σημείο να τονίζει στα Μέσα πως στο επόμενο άλμπουμ θα αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη τους – μια τελετουργική «επανόρθωση» στην κοσμική ασέβεια που είχε προηγηθεί. Οκ, οι στίχοι του “Domination” έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα αλλά κινούνται σε πιο φιλοσοφικό επίπεδο αδυνατώντας να αγγίξουν τον Λαβκραφτικό τρόμο και να ανταμώσουν με το όραμα του Trey.

“This time we give no warning…this means war!”

Συμπερασματικά που στέκεται το “Domination” σε μουσικό και συνθετικό επίπεδο; Είναι άραγε ένα hatework για τους fans, όπως τιτλοφορείται και το κομμάτι που κλείνει το δίσκο; Διάβηκα το παλάτι του Καίσαρα με τίποτε άλλο εκτός από φόβο, ατενίζοντας μέσα από λυκίσια μάτια την αυγή των αγανακτισμένων και ύστερα από τις τόσες ακροάσεις που έκανα, συμφωνώ σε πολλά με τους οπαδούς αλλά δε μπορώ να μη δώσω πόντους κατανόησης και στο συγκρότημα.

Ούτε ο Πόντιος Πιλάτος να ήσουν ρε Γιωργάρα. Ναι, οι Φλοριδιανοί θέλουν να αποκολληθούν από το κοντινό και συγχρόνως πετυχημένο παρελθόν (λέγε με Covenant) και τα καταφέρνουν. Ο απόγονος του “Covenant” κατέχει μια ποικιλία ρυθμών, έχει μελωδίες (π.χ. Dawn of the Angry) γραμμένες από δηλητηριώδη δάχτυλα (their poison fingers that wrote the poison lines), μολονότι είναι περίεργο και στο μεγαλύτερό του μέρος δυστυχώς φαντάζει ασύνδετο.

Οφείλω να παραδεχθώ πως ξεκινάει εντυπωσιακά. Οι Morbid Angel μπουκάρουν με το “Dominate” που σε αρπάζει από τον σβέρκο σαν ένα λυσσώδες τέρας που σκάει ξαφνικά από τις αποχετεύσεις. Πετυχαίνουν το αυτό με τη συγκεκριμένη κίνηση: να κατακτήσουν, να επιβληθούν, να σφραγίσουν την κυριαρχία τους στον νου του ακροατή. Χωρίς δεύτερη ανάσα μπαίνει το “Where the slime live” πιο groovy και ερπυστικό. Βορβορώδες, εφιαλτικό σα να βυθίζεσαι μαζί με το σπιτάκι σου στα τοξικά λύματα που είναι χτισμένο πάνω. Χαρακτηρίζεται ως το “God of Emptiness” του νέου αυτού κύκλου και η μπάντα έχει προαποφασίσει πως εδώ θα επενδύσουν τα χρήματά τους για βίντεοκλιπ.

Νιώθεις τα λόγια του Vincent που διερωτάται ποιος θα έρθει να σε σώσει από τα χέρια τους (Tell me who is going to save you now!). Έτσι λοιπόν ανοίγει η αυλαία του “Domination”. Ωστόσο στη συνέχεια το πράγμα χάνει το flow του και βαλτώνει στο έλος που η ίδια μπάντα έχει “στρώσει”.

Τα δίλεπτα ορχηστρικά μέρη θα έπρεπε να έχουν κατανεμηθεί πιο σοφά και να “συνομιλούν” καλύτερα με τα υπόλοιπα κομμάτια, αντίθετα λειτούργησαν ως ρωγμές. Συγχωρήστε με αν ακουστώ υπερβολικός και είναι λίγο τραβηγμένο για το 1995 αλλά που και που ξετρυπώνουν κάποιες σκιές επανάληψης με τη μορφή ανακυκλωμένων riff. Κι ο Vincent; Τα φωνητικά του ακούγονται ελαφρώς μονοδιάστατα. Κάπου κάπου τραγουδάει σαν να δίνει διαταγές σαν ένας λοχαγός εν μέσω χάους, ή σαν εκνευρισμένος ιερέας που έχει κουραστεί από το ίδιο το βάρος των λέξεων του, ένα πράμα.

Το “Domination” διαθέτει  γρήγορες επιλογές και εκτός του “Dominate” θα σου αρέσει το “This Means War”, μια τρεχαλατζίδικη τρίλεπτη οβίδα που σε κυνηγάει εφιαλτικά όπως ένα τανκ για να φυτέψει το πυροβόλο του στην κεφάλα σου και να πατήσει το κόκκινο κουμπί (“my finger is on the trigger”). Στις πιο τεχνικές στιγμές το “Nothing but Fear” χωρίς φόβο και με πάθος ξεχωρίζει. Η τετράδα βουτά πολλάκις στο sludge, ακόμα και το doom/death με τα “Caesar’s Palace” και “Where the Slime Live” φιλτραρισμένα μέσα από μια swampy μαυρίλα. Όπως καταλαβαίνεις το “τουπά-τουπά” δε πάει και σύννεφο.

Σταμάτησαν να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με υψηλές ταχύτητες αν σκέφτηκαν ποτέ να το κάνουν αυτό στο παρελθόν. Επίσης ένα γεγονός που δεν άρεσε στους ορκισμένους ακόλουθους. Ξέρετε πως σκέφτεται ο μέσος fan και αν τολμήσεις να τον ρωτήσεις πως θα σε συμβουλεύσει: μια αποδεδειγμένα καλή και πετυχημένη συνταγή δεν την χαλάς από το ένα άλμπουμ στο άλλο ρε φιλαράκι.  

Σίγουρα το “Domination” δεν σπάει ρεκόρ εξτρεμίλας και ακρότητας. Δεν είναι το πιο brutal, ούτε το πιο γρήγορο άλμπουμ εκείνης της εποχής όπως δήλωνε περίτρανα ο Azagthoth. Παραμένει μια ηχηρή δήλωση της μπάντας πως δεν ακολουθάει μόδες ή την πεπατημένη – είτε μουσικά είτε εικαστικά. Το δικό της δόγμα πάνω απ’ όλα και σε όποιον αρέσει. Σε κάποιους όντως άρεσε αλλά οι περισσότεροι δεν τσίμπησαν.  Στο τέλος της ημέρας μη περιμένετε τίποτα “φλωριές” αλλά ένα δίσκο συντεθειμένο από σάλιο, λάσπη και θειάφι που κολλάει στα αυτιά σου και σου θυμίζει ότι το metal, το death, πες το όπως θες — δε γεννήθηκε για να σου κρατάει συντροφιά πίνοντας καφέ ή μαγειρεύοντας το μεσημεριανό σου για την υπόλοιπη οικογένεια. Σε συντροφεύει ενώ σε σπρώχνει προς μια άβυσσο πιο παχύρρευστη και από τους βούρκους της Φλόριντα.

Η επόμενη μέρα βρίσκει τους Morbid Angel, λαβωμένους δυο σημαντικά μέλη λιγότερα και με διαφορετική δισκογραφική στέγη αφού η Giant Records πτωχεύει. Τώρα ίσως κατανοείτε γιατί τόνισα τη σημαντικότητα του στην αρχή. Δε γίνεται να μην κλείσω με την γνωστή ιστορία και τη κυκλοφορία της special edition του “Domination” που καταδεικνύει λίγο και το αλλόκοτο της κατάστασης που επικρατούσε στα headquarters του συγκροτήματος.

Που λέτε έχει βγει για πολύ λίγο στην αγορά το slime pack του “Domination” που έχει μέσα και καλά μια γλιτσερή ουσία μαζί με το cd, προφανώς λόγω και του τραγουδιού “Where the slime live”. Όμως αυτή η ουσία δε μας τα λέει καλά και προκύπτει τόσο τοξική που καίει μέχρι και μέρη της ένδυσης των εργατών που τα συσκευάζουν. Κάποια κομμάτια προλαβαίνουν και βγαίνουν στην αγορά και πλέον τα βρίσκεις στο διαδίκτυο να πουλιούνται σε μια φυσιολογική κατά τ’ άλλα τιμή για συλλέκτη. Μόνο μη κάνεις το λάθος και το ανοίξεις.

Κείμενο – Επιμέλεια: Γιώργος Γράντης

Avatar photo
About Soundcheck Partner 370 Articles
Souncheck.network