Ο Mark Reale γεννήθηκε στο Brooklyn της Νέας Υόρκης στις 7 Ιουνίου του 1955. Μεγάλωσε ακούγοντας την μουσική των The Beatles, Eric Clapton, Gary Moore, Ritchie Blackmore και αναφέρει τον George Harrison ως μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του. Αφού παρακολούθησε συναυλίες των Ronnie Montrose, Rick Derringer και Edgar Winter, αποφάσισε να γίνει κιθαρίστας, σχηματίζοντας το συγκρότημα των Riot το 1975, που παραμένει ενεργό ως σήμερα.
Ο Mark Reale ήταν ο κύριος συνθέτης και η βασική δημιουργική δύναμη πίσω από τους Riot, ξεκινώντας με το ντεμπούτο άλμπουμ του 1977, “Rock City”. Το πιο αναγνωρισμένο άλμπουμ τους ήταν το κλασικό “Fire Down Under” του 1981, το τελευταίο από τα τρία στούντιο άλμπουμ με τον αυθεντικό τραγουδιστή Guy Speranza. Άλλοι δίσκοι που σημάδεψαν τη διαδρομή τους είναι το “Restless Breed” (1982), το άλμπουμ επιστροφής τους με μια φανερά Priest προσέγγιση, “Thundersteel” (1988) και το επόμενο, The Privilege of Power (1990), που κινήθηκε και σε πιο progressive metal φόρμες. Το τελευταίο άλμπουμ των Riot με το Reale ήταν το “Immortal Soul”, που κυκλοφόρησε το 2011. Οι Riot έχουν περιοδεύσει σε όλο τον κόσμο και έχουν παίξει με τεράστια ονόματα όπως οι Kiss, AC/DC, Sammy Hagar, Molly Hatchet και Rush, διατηρώντας παράλληλα μια ιδιαίτερα δυνατή και πιστή βάση οπαδών στην Ιαπωνία και την Ευρώπη.
Στις 25 Ιανουαρίου 2012, ο Reale πέθανε από επιπλοκές που σχετίζονται με τη νόσο του Crohn. Ο άτυχος μουσικός ο οποίος είχε τη νόσο του Crohn στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, βρισκόταν σε κώμα από τις 11 Ιανουαρίου λόγω μηνιγγικής αιμορραγίας. Η σπουδαία μουσική προσφορά του και το υπέροχο πνεύμα του αγωνιστή της ζωής θα μείνουν στις μνήμες όλων μας.
1976– Το “Rock ‘n’ Roll Music” είναι μια διπλή συλλογή των The Beatles που αποτελείται από κομμάτια των Beatles που είχαν κυκλοφορήσει στο παρελθόν. Κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Capitol Records, από την Parlophone στο Ηνωμένο Βασίλειο, τέσσερις ημέρες αργότερα Το διπλό άλμπουμ είναι μια συλλογή τραγουδιών των Lennon–McCartney, ενός κομματιού του George Harrison (“Taxman”) και δώδεκα διασκευών τραγουδιών που γράφτηκαν από σημαντικούς συνθέτες του rock ‘n’ roll της δεκαετίας του 1950, συμπεριλαμβανομένων των Chuck Berry, Little Richard, Carl Perkins και Larry Williams. Χωρίς να υπολογίσει κανείς την ισπανική συλλογή του 1971, “Por Siempre Beatles”, το “Rock ‘n’ Roll Music” ήταν το πρώτο άλμπουμ των Beatles που περιλάμβανε το “I’m Down”, το οποίο προηγουμένως ήταν διαθέσιμο μόνο ως B-side του single “Help!”.
1982– Το “Chicago 16” είναι το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού συγκροτήματος Chicago, που κυκλοφόρησε από τη Full Moon/Warner Bros. . Θεωρείται το “comeback” άλμπουμ τους επειδή ήταν το πρώτο τους που έγινε πλατινένιο μετά το “Hot Streets”του 1978, μπήκε στο πρώτη δεκάδα του Billboard 200, και περιείχε το δεύτερο νούμερο ένα single τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, “Hard to Say I’m Sorry”.
Είναι επίσης το πρώτο άλμπουμ που περιλαμβάνει μερικά τραγούδια αποκλειστικά από συνθέτες εκτός του γκρουπ, και είναι τέλος το πρώτο άλμπουμ μετά το “Chicago VII” (1974) που δεν έχει τον Laudir de Oliveira ως μέλος του συγκροτήματος.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Screaming Blue Murder”, που είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού γυναικείου heavy metal συγκροτήματος Girlschool. Κυκλοφόρησε στην Bronze Records, και περιλάμβανε μια αλλαγή σύνθεσης με την μπασίστρια Ghislaine ‘Gil’ Weston, πρώην των The Killjoys, να αντικαθιστά το ιδρυτικό μέλος Enid Williams που είχε αποχωρίσει πρόσφατα. Παραγωγός του άλμπουμ ήταν ο Nigel Gray, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τους The Police.
1983– Το “Hexbreaker!” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ των garage rockers από το Queens της Νέας Υόρκης, The Fleshtones, και κυκλοφόρησε από την IRS. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα Skyline Studios της Νέας Υόρκης, τον Μάρτιο του 1983, με παραγωγό τον Richard Mazda. Όλα τα τραγούδια γράφτηκαν από το συγκρότημα, με εξαίρεση το “Burning Hell”, μια διασκευή ενός τραγουδιού του John Lee Hooker. Ένα χορευτικό remix έγινε για το ομώνυμο κομμάτι από τον μηχανικό David Lichtenstein με τον τίτλο “Super Hexbreaker”. Αργότερα εμφανίστηκε στο Ευρωπαϊκό EP “American Beat ’84”.
1990– Το “Sumerian Cry” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ από το σουηδικό metal συγκρότημα των Tiamat.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Sunlight Studio, στη Στοκχόλμη, το 1989, όταν το συγκρότημα ήταν γνωστό με το αρχικό όνομα “Treblinka”. Το κομμάτι “Sumerian Cry, Pt. 1” είναι μια επανάληψη της μελωδίας της εισαγωγής από το “Crawling in Vomit”, το πρώτο κομμάτι από το πρώτο demo των Treblinka. Το κομμάτι “The Sign of the Pentagram” συμπεριλήφθηκε μόνο στην έκδοση του CD του άλμπουμ και δεν ηχογραφήθηκε ταυτόχρονα με το υπόλοιπο άλμπουμ. Το συγκεκριμένο κομμάτι προοριζόταν να συμπεριληφθεί σε μια συλλογή-CD που θα κυκλοφορούσε από τον Jon “Metalion” Kristiansen (συντάκτης του νορβηγικού metal fanzine Slayer). Η συλλογή όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ και το κομμάτι συμπεριλήφθηκε ως bonus στο cd του άλμπουμ.
1994– Το “Walk On” είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού hard rock συγκροτήματος Boston, που κυκλοφόρησε από την MCA Records. Είναι το πρώτο άλμπουμ που δεν περιλαμβάνει τον τραγουδιστή Brad Delp, αν και βοήθησε στο γράψιμο. Τα φωνητικά καθήκοντα ανέλαβε ο Fran Cosmo, κάνοντας αυτή την πρώτη του εμφάνιση σε δίσκο των Boston. Ο Delp και ο Cosmo μοιράστηκαν τα φωνητικά στη διάρκεια της περιοδείας προώθησης του άλμπουμ όπως και στον επόμενο δίσκο του, το “Corporate America”.
1999– Το “Crowning of Atlantis” είναι το όγδοο άλμπουμ που κυκλοφορεί από το συμφωνικό metal συγκρότημα των Therion. Αρχικά ήταν ένα EP με πολλές διασκευές, και με διάφορα ζωντανά κομμάτια από την περιοδεία “Vovin Tour ’98” που προστέθηκαν με την επιμονή της δισκογραφικής εταιρείας και του management, πήρε τη μορφή μιας πλήρους κυκλοφορίας.