Βρισκόμαστε στην αυγή του 1985. Ο κιθαρίστας και ιθύνων νους των Βρετανών Magnum έχει μόλις χάσει τη μητέρα του. Η ρήση “ενός κακού μύρια έπονται “ μοιάζει να έχει τυλιχτεί πάνω του καθώς και ο ίδιος είναι βαριά άρρωστος, η μπάντα του δεν έχει δισκογραφικό συμβόλαιο, και ο τραγουδιστής της μπάντας του και φίλος του ρωτά όλο και πιο συχνά με τρόπο τους δημοσιογράφους αν γνωρίζουν κάποιους που χρειάζονται έναν αξιοπρεπή frontman.
Μέσα σε αυτή την εύθραυστη κατάσταση μελαγχολίας, καταφεύγει στη συνήθη διέξοδο, πιάνοντας την κιθάρα του και δουλεύοντας μέσα στις νύχτες του νέες ιδέες, ριφ, συγχορδίες. Κάποια στιγμή βρίσκει τον εαυτό του με δέκα νέα τραγούδια. Έχοντας σχεδόν ολοκληρωμένη τη μουσική, ψάχνει να αλιεύσει τα ανάλογα θέματα για να γράψει στίχους. Κάπως έτσι εμπνέεται από ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα που παρακολούθησε για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και όλους εκείνους τους φοβισμένους νέους στρατιώτες που πυροβολήθηκαν για λιποταξία ή δειλία. Άλλες σκέψεις, όπως η φυγή για ένα νέο ξεκίνημα, η μοναξιά, ο χρόνος που γλιστρά αδυσώπητος, γεμίζουν τις γραμμές του. Κάποια στιγμή έχει ολοκληρώσει και τους στίχους. Πηγαίνει τα τραγούδια αυτά σε ότι έχει απομείνει από τη μπάντα του, μην γνωρίζοντας καν αν ενδιαφέρονται πια να δοκιμάσουν την τύχη τους.
O Clarkin, παιδί του Birmingham με την πολύ βαριά μουσική παράδοση, παρουσίασε ένα ιδιαίτερο όραμα μέσα στα τραγούδια του “On A Storyteller’s Night”. Κρατώντας με έναν σχεδόν ρομαντικό τρόπο μακριά το πυκνό σκοτάδι, ανέδειξε μια Βρετανία περισσότερο παραδοσιακή, ποιητική, λυρική. Έχοντας δημιουργήσει στα τέσσερα άλμπουμ τους ένα συγκεκριμένο ύφος σχεδόν επικού pomp rock, γνώρισαν μια σχετική επιτυχία με το “Chase the Dragon” του 1982. Τα σύννεφα επέστρεψαν όμως βαρύτερα μετά το επόμενο, “The Eleventh Hour”, και μετά από μια εμφάνιση στο Reading Festival το 1983, άρχισαν να ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι για διάλυση. Ακριβώς τότε ο Clarkin αρρώστησε και η κατάσταση χειροτέρεψε αισθητά. Ο ντράμερ τους Kex Gorin έφυγε για να παίξει με τον Robin George, όπως και ο κημπορντίστας τους Mark Stanway, ο οποίος συμμετείχε ταυτόχρονα και στον νέο σχήμα του Phil Lynott, Grand Slam. Μέσα σε αυτό το χάος, ο Bob Catley τηλεφώνησε στον γνωστό δημοσιογράφο Malcolm Dome, για να αναζητήσει την τύχη του σε άλλη μπάντα. Είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που ο Clarkin χάνει τη μητέρα του και νιώθει να συνθλίβεται.
Τα τραγούδια του Clarkin φάνηκαν από την πρώτη στιγμή διαφορετικά στον Bob Catley. Όμως και η αρχική τους μορφή απείχε από αυτή που θα κατέληγε τελικά στον δίσκο. Συγκεκριμένα τα “How Far Jerusalem”, “Les Morts Dansant” και το ομότιτλο είχαν ακουστικές, χαλαρές αρχικές μορφές. Ο Clarkin, o Catley και ο μπασίστας Wally Lowe δούλεψαν μαζί πάνω στα κομμάτια, και τα έφεραν στην τελική τους μορφή. Μια μικρή αναστροφή του αρνητικού κλίματος προκάλεσε και την πρόσληψη ενός νέου μάνατζερ, του Keith Baker. Η σύνθεση συμπληρώθηκε με την προσθήκη του Jim Simpson στα τύμπανα, και του Eddie George στα πλήκτρα. Ένας αέρας ανανέωσης φύσηξε με πρωταγωνιστές τα νέα τραγούδια, αλλά ο Clarkin παρέμενε ανήσυχος και προβληματιζόταν έντονα ακούγοντας κάποια σχόλια φίλων πως τα νέα τραγούδια ήταν εμπορικά. Βέβαια, η πραγματικότητα δεν έδειχνε ακριβώς αυτό, καθώς παρέμεναν χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο. Προσέγγισαν κάθε δισκογραφική εταιρεία της χώρας, και όλες τους απέρριψαν.
Τη λύση έδωσε ένας εκκεντρικός τύπος με καουμπόικες μπότες και το όνομα Paul Birch από το Wolverhampton, μια μορφή που έμοιαζε να το έσκασε από τη Sunset Strip. Ο Birch είχε τη δική του εταιρεία, την FM/Revolver, και ήταν αρκετά έξυπνος να διακρίνει πως οι Magnum είχαν ένα πιστό κοινό, κάποια σπουδαία νέα τραγούδια και ένα χάρισμα που τον έπεισε να τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο. Τα κατάφερε σπουδαία, και ο Clarkin έχει πει πως ο τύπος αγόρασε την Rolls-Royce του χάρη σε αυτό το άλμπουμ.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Birmingham το 1985, στο Abattoir Studio, όπου έχουν ηχογραφήσει μεταξύ άλλων οι UB 40 και οι And Also The Trees. Η διαδικασία προχώρησε γρήγορα σε έναν συνδυασμό οικονομικής ανάγκης αλλά και δημιουργικής ορμής. Στο μεταξύ, ο κημπορντίστας Mark Stanway επέστρεψε, κάνοντας την ομάδα ακόμα πιο σφιχτή. Παρά την απαιτητική φύση του Clarkin που δεν χαρίζεται στο στούντιο ούτε σε ένα τόσο αδερφικά στενό συνεργάτη όπως ο Catley, ο σπουδαίος τραγουδιστής, και με τις καθοδηγήσεις του συνθέτη τους, κατέγραψε τρεις συγκλονιστικές ερμηνείες στα μεγάλα στοιχήματα του άλμπουμ, τα “How Far Jerusalem”, “On A Storyteller’s Night” και “Les Morts Dansant”. Όμως όλα τα τραγούδια, ακόμα και τα πιο άμεσα και pop, όπως για παράδειγμα το “Two Hearts” είχαν εικόνες, εντυπώσεις και υπαινιγμούς από αυτή την παλιά, αναχρονιστική Αγγλία που πότισε το πνεύμα του Clarkin για το κεφάλαιο αυτό, μια χώρα με δραματικούς ουρανούς και φασαριόζικες μπυραρίες κάτω από το λυκόφως. Και όμως αυτή η εξεζητημένη απόπειρα του συγκεκριμένου ύφους αποδόθηκε με μια φυσική προσέγγιση, σχεδόν νομιμοποιώντας όλα όσα όπλισαν την έμπνευση του κιθαρίστα ηγέτη. Το σπουδαίο artwork του Rodney Matthews πρόσθεσε το δικό του μαγικό άγγιγμα σε όλα τα υπόλοιπα, μια σκηνή τύπου “Lord of the Rings”, όπου ένας ηλικιωμένος πρωταγωνιστής αφηγείται την ιστορία του. Είναι ένα έργο που ακόμα προϊδεάζει και δελεάζει κατάλληλα τον ακροατή για ένα ιδιαίτερο ακουστικό περιεχόμενο.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 13 Μάιου 1985, και έγινε το πιο πετυχημένο άλμπουμ των Magnum. Μπήκε αμέσως στα charts, φτάνοντας στο Νο 44 και έδειξε από την πρώτη μέρα μια απρόβλεπτη δυναμική. Πούλησαν περίπου 100.000 αντίτυπα στην Βρετανία. Μετά κάποιος το έδωσε σε έναν τύπο που δούλευε για την Polydor στη Γερμανία, και αυτός τους πρόσφερε δισκογραφικό συμβόλαιο.
Ακόμα και σήμερα, παραμένει το πιο πετυχημένο άλμπουμ τους, ένας μύθος που κέρδισε το κοινό με τη μουσική, το εξώφυλλό του, τη φρεσκάδα και την ιδιαιτερότητα που είχε την εποχή που κυκλοφόρησε. Τόσοι πολλοί φίλοι της μπάντας είπαν πως τους βοήθησε να ξεπεράσουν δύσκολες προσωπικές στιγμές, το ίδιο το γκρουπ μάλλον εξασφάλισε την μακροχρόνια παράταση της διαδρομής του από την υπερβατική επίδραση του δίσκου αυτού, και τρία τραγούδια, τα “How Far Jerusalem”, “Les Morts Dansant” και “All England’s Eyes” παρέμειναν στη λίστα των ζωντανών τους εμφανίσεων μόνιμα.
Έστω και αν ο πρόσφατα εκλιπών Clarkin συχνά εξέφραζε την απορία του, μάλλον με περίσσεια σεμνότητα, για την απήχηση του καθοριστικού τέταρτου άλμπουμ τους, το “On A Storyteller’s Night” απλώθηκε μέχρι εκείνο το μακρινό σημείο της φαντασίας όπου βαριά, σκοτεινά θέματα βρήκαν ένα ρομαντικό και σχεδόν παραμυθένιο φίλτρο έκφρασης. Δεν ήταν τελικά και τόσο παράξενο, που αυτή η ιδιαίτερη αφήγηση, ενισχυμένη με κάποιες από τις δυνατότερες μελωδίες που σμίλευσαν ποτέ, άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ευρύτερη ιστορία του μελωδικού rock.
(Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Tony Clarkin).