KATE BUSH: Το δεύτερο χτύπημα το 1978 έχει καρδιά λιονταριού

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Το “Lionheart” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ της Αγγλίδας τραγουδίστριας του art rock, Kate Bush. Κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1978, μόλις εννέα μήνες μετά το επιτυχημένο ντεμπούτο άλμπουμ της,  “The Kick Inside”. Το  “Lionheart” έφτασε στο Νο. 6 στο UK Albums Chart (το μόνο της άλμπουμ που δεν μπήκε στο top 5) και έχει γίνει πλατινένιο από το BPI. Το πρώτο single που κυκλοφόρησε από το άλμπουμ, το “Hammer Horror”, δεν βρήκε το δρόμο για το βρετανικό Top 40. Ωστόσο, το επόμενο single, “Wow”, κυκλοφόρησε στο τελευταίο μέρος της περιοδείας της Bush στο Ηνωμένο Βασίλειο και έγινε επιτυχία στο βρετανικό Top 20.

Μετά την επιτυχία του ντεμπούτου άλμπουμ της, η δισκογραφική εταιρεία EMI της Kate Bush ανυπομονούσε να της κυκλοφορήσει άλμπουμ ξανά. Η Bush είχε συνθέσει πολλά τραγούδια κατά τη διάρκεια της εφηβείας της (ήταν εκείνη την εποχή 19 ετών) και η πλειοψηφία των κομματιών που χρησιμοποιήθηκαν για το “Lionheart” ήταν συνθέσεις που γράφτηκαν  πριν από το ντεμπούτο της. Η ίδια όμως ήταν δυσαρεστημένη με το μικρό χρονικό διάστημα που διέθετε για την παραγωγή του άλμπουμ. Ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στα Super Bear Studios στο Berre-les-Alpes στη Γαλλική Ριβιέρα, και αυτό θα ήταν και το μοναδικό της άλμπουμ που ηχογραφήθηκε εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Από τα δέκα κομμάτια, μόνο τα “Symphony in Blue”, “Fullhouse” και “Coffee Homeground” ήταν νέα τραγούδια, αν και τα άλλα τραγούδια είχαν προσαρμοστεί από τη Bush στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ηχογράφηση. Η παραγωγή του άλμπουμ, όπως και του πρώτου της, έγινε από τον Andrew Powell, με την Bush να αισθάνεται ότι σε αυτό το στάδιο ήταν πολύ άπειρη για να το παράγει η ίδια (θα συνέχιζε να παράγει όλα τα επόμενα άλμπουμ της). Για την κυκλοφορία του, η ίδια έχει πει πολλές φορές ότι ήταν δυσαρεστημένη με αυτό το άλμπουμ λόγω των περιορισμών που του επιβλήθηκαν. Σε μια συνέντευξή της το 1989 σημείωσε: “Λαμβάνοντας υπόψη πόσο γρήγορα το φτιάξαμε, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, αλλά δεν είμαι πραγματικά ευχαριστημένη με αυτό”.

Οι λογοτεχνικές αναφορές περιλαμβάνουν τον Peter Pan του J. M. Barrie στο “In Search of Peter Pan” (ένα τραγούδι που αναφέρει επίσης το “When You Wish Upon a Star” από την ταινία της Disney,  “Pinocchio”), καθώς και έναν  υπαινιγμό προς το “Arsenic and Old Lace” στο τραγούδι ” Coffee Homeground”, που παρόλο που ήταν παρόμοια στην πλοκή με το έργο, εμπνεύστηκε από έναν ταξιτζή που πήρε για μια διαδρομή την τραγουδίστρια. Οι κινηματογραφικές αναφορές περιλαμβάνουν το “Hammer Horror”, ενώ παρόλο που πήρε το όνομά του από τα στούντιο Hammer Film, στην πραγματικότητα αφορά μια απόδοση του “The Hunchback of Notre Dame”. Το βρετανικό τηλεοπτικό σόου “The Sweeney”, ένα δημοφιλές αστυνομικό δράμα από τη δεκαετία του 1970, αναφέρθηκε στους στίχους του τραγουδιού “Wow”, το οποίο είναι ένα τραγούδι για τη μουσική βιομηχανία και γενικά τις βιομηχανίες του θεάματος.  Το “Kashka from Baghdad”, εμπνευσμένο από την αμερικανική σειρά ντετέκτιβ, είναι για τους κατοίκους μιας πόλης που αναρωτιούνται για ένα ζευγάρι που ζει σε ένα παλιό σπίτι.

Το “Lionheart” ήταν το πρώτο άλμπουμ της Kate Bush στο οποίο συμμετείχε ο Del Palmer, ο οποίος έπαιζε μπάσο και ήταν πριν στην KT Bush Band. Ο Palmer συνέχισε να παίζει μπάσο, να δουλεύει στο στούντιο και να ηχογραφεί σε κάθε επόμενο άλμπουμ της Kate Bush μέχρι και το “50 Words for Snow” (2011). Αυτός και η Bush είχαν επίσης μια μακροχρόνια σχέση μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1990.

1978– Το “The Scream” είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού gothic rock συγκροτήματος Siouxsie and the Banshees, που κυκλοφόρησε από την Polydor Records. Το άλμπουμ θεωρείται ηχογράφηση ορόσημο: ο πρωτοποριακός συνδυασμός του ιδιαίτερου ήχου της κιθάρας με το ρυθμό του μπάσου και τύμπανα που ακούγονται μηχανικά  και παίζονται κύρια στα τομ, το έκανε ένα πρωτοποριακό έργο του post-punk είδους.

Το “The Scream” γνώρισε ευρεία αναγνώριση και χαιρετίστηκε από τους κριτικούς σαν μια πρωτότυπη μουσική εξέλιξη στη rock μουσική. Έχει αναφερθεί σαν βασική επιρροή σε μια σειρά από διαδοχικά post-punk, noise rock και alternative rock, όπως οι Joy Division, Killing Joke, The Cure, Big Black, Sonic Youth, the Jesus and Mary Chain, Faith No More και Massive Attack.

1981– Το “Till Deaf Do Us Part” είναι το δέκατο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού rock συγκροτήματος Slade. Κυκλοφόρησε από την RCA Records και έφτασε στο Νο. 68 των βρετανικών charts. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τους ίδιους τους Slade. Αν και δεν ήταν τόσο επιτυχημένο όσο το “We’ll Bring the House Down” νωρίτερα μέσα στη χρονιά, και αυτό το άλμπουμ πούλησε καλά.

Το single “Lock Up Your Daughters” έγινε επιτυχία στα Top 30 του Ηνωμένου Βασιλείου – το συγκρότημα που άνοιξε την εκπομπή του Top of the Pops στις 24 Σεπτεμβρίου με αυτό – και έγινε βασικό στο setlist, στις συναυλίες τους.

Αργότερα στη δεκαετία του 1990, οι επανεκδόσεις του άλμπουμ σε CD αντικατέστησαν το αρχικό εξώφυλλο με μια φωτογραφία του γκρουπ.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Movement”, που είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού dance rock συγκροτήματος New Order, από την Factory Records. Ηχογραφημένο μετά την αυτοκτονία του frontman των Joy Division, Ian Curtis, το προηγούμενο έτος, το άλμπουμ είναι μια συνέχεια του σκοτεινού post-punk ήχου του υλικού των Joy Division, αυξάνοντας τη χρήση των συνθεσάιζερ ενώ εξακολουθεί να είναι κατά κύριο λόγο ριζωμένο στο rock. Κατά τη στιγμή της κυκλοφορίας του, το άλμπουμ δεν έτυχε ιδιαίτερα καλής υποδοχής από τους κριτικούς ή το κοινό, μόλις έφτασε στο νούμερο τριάντα στο UK Albums Chart. το συγκρότημα θα στραφεί σταδιακά σε έναν πιο ηλεκτρονικό ήχο κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.

Τις δεκαετίες από την κυκλοφορία του, η εκ των υστέρων κριτική αποδοχή ήταν πολύ θετική, με τους μουσικοκριτικούς να εκθειάζουν το άλμπουμ σαν τη γέφυρα μεταξύ του ύφους του συγκροτήματος σαν Joy Division και του επακόλουθου εναλλακτικού χορευτικού υλικού τους. Το Slant Magazine τοποθέτησε το άλμπουμ στο νούμερο 42 στη λίστα του με τα “Καλύτερα Άλμπουμ της δεκαετίας του 1980”, γράφοντας ότι “υπάρχει σχεδόν ακριβώς ανάμεσα στον post-punk ήχο των Joy Division και το στυλ synth-pop που θα καθόριζε τους New Order και την επιρροή στην pop μουσική για δεκαετίες”.

2001– Κυκλοφορεί το “The Dreadful Hours”, που είναι το έβδομο άλμπουμ της Αγγλικής doom metal μπάντας από το Bradford, My Dying Bride,  από την Peaceville Records. Περιέχει ένα ριμέικ του “The Return of the Beautiful” (μετονομάστηκε “The Return to the Beautiful”) από το ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματος, “As the Flower Withers”. . Το άλμπουμ εκδόθηκε σε digipak με πλήρες έγχρωμο booklet.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 877 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.