Λένε ότι τα καλύτερα έρχονται άξαφνα, από εκεί που δεν το περιμένεις. Ποιος να μου το έλεγε ότι εν έτει 2024, υπάρχει ένα συγκρότημα στα μέρη μας που πατώντας στις διδαχές του ’70s prog rock, όπως αυτό σμιλεύτηκε από τις ουράνιες μελωδίες των Camel, πρώιμων Deep Purple (MK-I περιόδου), Eloy, Yes και του υπόλοιπου σιναφιού, θα παρουσίαζε τη δική του μουσική πρόταση. Κι όμως οι Jupiter Fungus τολμούν να καταπιαστούν με ένα “αντιτουριστικό” είδος, να το διυλίσουν μέσα από το δικό τους προσωπικό φίλτρο και να μας προσφέρουν το “Garden Electric” το οποίο θα σκορπίσει χαμόγελα στους λίγους, αλλά πιστούς φίλους του είδους.
Ο δημιουργικός πυρήνας του συγκροτήματος αποτελείται από δύο έμπειρους μουσικούς, όπως είναι ο Άρης Παπατριανταφύλλου (φωνή, πλήκτρα) και ο Φώτης Ξενικουδάκης (φλάουτο), αμφότεροι πρώην μέλη των Father Sun. Με τη βοήθεια των Γιώργου Εμμανουήλ (ex-Rotting Christ, Lucifer’s Child) στην κιθάρα, Nick Vell (Chaostar, Kinoskop, Lucifer’s Child) στα τύμπανα και Γιώργου Παπαγεωργίου στο μπάσο, παραδίδουν ένα δίσκο απαράμιλλης ποιότητας. Κυρίαρχο ρόλο έχουν τα πλήκτρα του Άρη και το φλάουτο του Φώτη. Η σύνδεση με τους Jethro Tull αναπόφευκτη, αλλά καθόλου επιδερμική. Δεν είναι απλώς η χρήση του ίδιου μουσικού όργανου, αλλά το κοινό καλλιτεχνικό νήμα που ενώνει τις μελωδίες τους. Το “Garden Electric” απαρτίζεται από τέσσερα κομμάτια με διάρκεια πάνω από τα εννιά λεπτά για το καθένα χωριστά, αλλά το σύνολό του ρέει φυσικά και αβίαστα.
Το prog-rock έχει κατηγορηθεί από μερικούς “εξωσχολικούς”, ως ελιτίστικο και ότι απευθύνεται κυρίως σε ακροατήριο μουσικών. Δεν συμφωνώ, αλλά μπορώ να δω και μια δόση αλήθειας στην παραπάνω τοποθέτηση. Αυτό το album όμως, δίνει την κατάλληλη απάντηση. Δεν κάνει στείρα επίδειξη μουσικών δυνατοτήτων, αλλά είναι απόλυτα δομημένο καθώς μέσα στη χρονική διάρκεια του κάθε τραγουδιού αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται το όραμα των δημιουργών του. Και το σημαντικότερο; Το όραμά τους, γίνεται εύκολα διακριτό και χαρίζει απολαυστικές ακροάσεις ακόμα και στους αμύητους του είδους. Όταν μάλιστα το λόγο λαμβάνουν οι ηλεκτρικές κιθάρες, τη μία γέρνουν προς τους Pink Floyd και τον David Gilmour και την άλλη προς τους Camel και τον Andrew Latimer. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος θα μου πεις ότι είναι οι συγκεκριμένοι κύριοι και δεν θα έχεις κι άδικο. Εμπνευσμένες και ουσιαστικές αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα στο album.
Αγαπημένη στιγμή αποτελεί το οικουμενικό folk ηχόχρωμα του “Past Ground”, που το άκουσμά του χαρίζει νοερό ταξίδι από την οροσειρά της Πίνδου έως τις χαράδρες του Grand Canyon. Στο “Thoughts of Revenge” η ένταση ανεβαίνει και με την αύρα του “Animals” να το περιτριγυρίζει, λειτουργεί ως ιδανικός επίλογος μιας εξαιρετικής προσπάθειας. Η παραγωγή του δίσκου αντιμετωπίζει με σεβασμό τον ήχο του ιδιώματος, αλλά ταυτόχρονα μεταφέρει το συνολικό αποτέλεσμα στο παρόν, με τη φρεσκάδα που τη διακρίνει. Το εκπληκτικό εξώφυλλο του δίσκου, μια δουλειά του Φώτη Ξενικουδάκη, μοιάζει να έχει αφιχθεί από άλλο γαλαξία και πάει καρφί για κορνιζάρισμα και κρέμασμα πλησίον της δισκοθήκης σας.
Το “Garden Electric” εκτελεί διττά καθήκοντα. Από τη μια αποτελεί ιδανική εισαγωγή στον “προοδευτικό κήπο” για νέους ταξιδευτές, ενώ από την άλλη λειτουργεί ως μια δυνατή υπενθύμιση για τους πιστούς ακολούθους του progressive rock. Win-win κατάσταση λοιπόν, για ένα album που εντυπωσιάζει με την ωριμότητα των δημιουργών του και ξαφνιάζει με την ποιότητα ενός δυσεύρετου στις μέρες μας ήχου.
Είδος: Progressive Rock
Δισκογραφική: Sound Effect Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 1 Νοεμβρίου 2024