Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες, μουσικοί αλλά και μη, με είχαν κάνει να αποφασίσω να αποφύγω να δω τον Geoff Tate σε κάποια από τις επετειακές εμφανίσεις για το “Operation: Mindcrime” στη χώρα μας. Για να είμαι ειλικρινής, παρακολουθώντας τα αντίστοιχα βίντεο, δεν ζήλεψα για την απουσία μου. Από εκείνη τη μακρινή εμφάνιση των Queensryche στο Λυκαβηττό, το 2003 χωρίς τον Chris De Garmo, ταλανιζόμουν στη σκέψη αν ήθελα να έχω μια πιο πρόσφατη εντύπωση ζωντανή, από τον αγαπημένο μου τραγουδιστή, καθώς παράλληλα συνέβαιναν και τόσα άλλα παρασκηνιακά.
Οι βασικότεροι δελεαστικοί λόγοι που με έκαναν να περάσω τελικά την πόρτα του Principal, ήταν κάποια πρόσφατα βίντεο, στα οποία η κατάσταση του μεγάλου αυτού τραγουδιστή ήταν εμφανώς βελτιωμένη, αλλά και το ρίσκο του “Rage For Order”, μια απόπειρα που από μόνη της κρύβει ήδη το στοιχείο του συναρπαστικού, χωρίς να υποτιμήσω στιγμή την απόδοση του “Empire”, ενός δίσκου με τον οποίο έχω συνδεθεί πολύ ισχυρά.
Οι Emerald Sun έχουν αναλάβει να μας αφυπνίσουν και να μας ζεστάνουν πριν τη μακριά παράσταση του Tate και της τωρινής του μπάντας. Οι Θεσσαλονικείς, μια πεπειραμένη μπάντα με διαδρομή που έχει την αφετηρία της πριν το 2000, και μια σταθερή και πυκνή δισκογραφική παρουσία, μας έδωσαν φέτος το έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Έχοντας ένα επιπλέον κίνητρο για την άμεση επαφή με το κοινό, που ήδη ήταν αρκετό στο χώρο, οι βετεράνοι εκπρόσωποι του κλασικού και power metal, μοίρασαν ιδανικά το χρόνο τους με πρόσφατα αλλά και παλιότερα γνωστά τραγούδια της δισκογραφίας τους. Άνετοι, δεμένοι, πολύ ισορροπημένοι στις σταθερές του ήχου και του χώρου τους, και με έναν ήχο αρκετά διαυγή, σύστησαν τη δουλειά τους ακόμα και σε θεατές που δεν είχαν καμιά επαφή τη μουσική τους με φρεσκάδα, ωραία ηχητικά χρώματα και ουσία. Τα τραγούδια τους πέρασαν νεράκι, ακούστηκαν άμεσα και ευκρινή και έκαναν τους παρόντες να περάσουν ευχάριστα και να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η όρεξη, η ενέργειά τους και η μελωδική τους δύναμη ήταν ένα χρήσιμο διαβατήριο για αυτά που θα ακολουθούσαν.
Με μια αναμονή που πάλευε με την αγωνία, τα φώτα χαμήλωσαν, το intro της περιοδείας αυτής έδωσε στα μέλη τον σύντομο χρόνο να παραταχθούν στη σκηνή, και τη γνώριμη μορφή του Tate να εισβάλλει τελευταία. Το “Walk in the Shadows” σκίζει το τελευταίο παραπέτασμα αναμονής και έχουμε ήδη εισχωρήσει στο σκοτεινό και περίτεχνο κόσμο του “Rage For Order”. Πριν ανοίξω με κάθε λεπτομέρεια το σύνολο των ερεθισμάτων που έλαβα σε όλη τη διαδρομή της ανάπλασης του δίσκου, θα ξεκαθαρίσω πως δεν περιμένω σήμερα από τον Tate και τους συγκεκριμένους στρατολογημένους μουσικούς να πατήσουν στο πραγματικό βάθρο του άλμπουμ, κάτι το οποίο έκανε με μεγάλη δυσκολία και η αυθεντική μπάντα τότε. Από την άλλη, δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να υποκύψω σε υστερίες, αλλά ούτε και να βολευτώ στη μορφή του ιθαγενή που τον εξαπατούν οι Ισπανοί άποικοι. Δεν ξέρω αν είναι πιο δίκαιο για το άλμπουμ αυτό να πει κανείς πως έχει κερδίσει την αιώνια επικαιρότητα ή την ατέρμονη διαδικασία αποκωδικοποίησης. Παραμένει επίσης ένα στουντιακό θαύμα το ηχητικό του αποτέλεσμα με τη χρήση ενισχυτών που ήταν σχεδόν καμένοι και με ένα fairlight, που φυσικά σήμερα είναι πια αντίκα. Όμως η γνώση, η τόλμη και η ευστροφία του παραγωγού Neil Kernon, μαζί με την προθυμία του γκρουπ να βυθιστεί σε νέα πεδία, έδωσαν αυτό το ασύλληπτο αποτέλεσμα. Είναι δεδομένο πως ο δίσκος περιέχει κάποιες πολύ απαιτητικές συνθέσεις, με καταπληκτικές λεπτομέρειες στο παίξιμο και την ηχογράφηση που κάνουν τη διαφορά. Ήταν από την αρχή δεδομένο, πως τέρατα σαν το “Neue Regel” ή το “London” και το “Screaming in Digital” ήταν πολύ μεγάλες παγίδες για οποιαδήποτε σύνθεση μουσικών.
Σεβαστή και κατανοητή και για τον ίδιο τον Tate η απόσταση, ο τεράστιος βαθμός δυσκολίας, ο αγώνας απέναντι σε μια δύσβατη διαδοχή τραγουδιών. Ομολογώ πως αποδείχτηκε παραπάνω ηρωικός από το αναμενόμενο, έσπρωξε πολύ συχνά τον εαυτό του στα άκρα, και η μάχη του απέναντι στο βουνό που είχε μπροστά του ήταν σε στιγμές συγκλονιστική. Στις κορυφαίες συγκινήσεις περνούν άμεσα τα “I Dream in Infrared”, “The Whisper”, “The Killing Words”, που κάπου άγγιξαν την απόλυτη φαντασίωση. Δεν ξέρω πόσο μπορούν ακόμα τα αυθεντικά ερεθίσματα των τραγουδιών να τον προκαλέσουν σήμερα, αλλά στη μαύρη τρύπα του “London” τον είδα σχεδόν να φεύγει σε μια πολύ μακρινή μνήμη με ένταση, ενώ όσο και απαιτητική να ήταν η θεατρική προσέγγιση του μοναδικού “Screaming in Digital”, έδωσε, έστω με τις αδυναμίες του, τον εαυτό του πάνω στο σανίδι. Το “I Will Remember” θα μπορούσε να ακουστεί πιο ευγενικό και ντελικάτο, αλλά η καταπόνηση της φωνής του επηρέασε τα ακουστικά του μέρη σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης.
Αφήνοντας το διάστημα ανάμεσα στους δυο δίσκους, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να ζυγίσουμε την επάρκεια των μουσικών που ο ίδιος διάλεξε να μεταφέρουν μαζί του αυτή την αποστολή. Ξεχωρίζω από την υπόλοιπη ομάδα τον Ιρλανδό κιθαρίστα James Brown που στάθηκε κατά πολύ στο ύψος των περιστάσεων και βοήθησε σημαντικά και στα δεύτερα φωνητικά. Επειδή στην προσέγγιση ενός συγκεκριμένου μουσικού είδους παίζει μεγάλη σημασία και η εξοικείωση, εξακολουθεί να αποτελεί ερωτηματικό για μένα πόσο η συμμετοχή του σε μια μπάντα σαν τους Mark Daly & the Ravens τον βοηθά σε αυτό. Όμως ο κιθαρίστας με την πλούσια κόμη φάνηκε να ενσωματώνεται αρκετά στη σφαίρα και των δυο δίσκων, όχι μόνο εκτελεστικά αλλά και αισθητικά. Από εκεί και μετά μια σχεδόν προσβλητική φτώχεια ενός ισχνού ντράμερ, ενός μπασίστα που θα ταίριαζε σε εφηβική ταινία του Netfilx για το metal, και η ενοχλητικά υπεροπτική παρουσία του άλλου κιθαρίστα Kieran Robertson, στον οποίο σίγουρα περίσσεψαν οι πόζες. Βέβαια η απόλυτη ευθύνη και επιλογή είναι του ίδιου του Tate, ο οποίος έδειχνε μάλλον χαρούμενος και ικανοποιημένος με το κλίμα στη σκηνή , έστω και κόντρα στην αύρα των δυο άλμπουμ σε στιγμές.
Το βασικό πρώτο μέρος του “Empire” κύλησε σε μια γενική ικανοποίηση, με τον Tate να έχει εμφανώς πιο βατό έργο, καθώς υπήρξε ουσιαστικά το άλμπουμ στο οποίο καθιέρωσε μια πιο συντηρητική τακτική στα φωνητικά του. Ένα ενθουσιώδες “Best I Can”, που ζέστανε ξανά τις χορδές του, μας οδήγησε σε μια ενδιαφέρουσα απόδοση του “The Thin Line”, όπου έπαιξε σαξόφωνο και τροποποίησε το τελευταίο μέρος του με έξυπνο τρόπο. Μια μικρή κόπωση άρχισε να γίνεται εμφανής σε κάποιες απαιτητικές γραμμές του “Jet City Woman”, και μια όμορφη, απλωμένη απόδοση του “Della Brown” μαλάκωσε τη νύχτα και έκλεισε με ένα ικανοποιητικό τζαμάρισμα. Το “Another Rainy Night” έγινε δεχτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τον κόσμο, ενώ το ομότιτλο “Empire” ήταν πιθανά η κορυφαία στιγμή αυτού του δεύτερου μέρους, με μια απόδοση συμπαγή και ενεργητική, ικανή να κρύψει πιθανές λεπτομέρειες. Από το “Resistance” μέχρι το φινάλε, ο Tate είχε προβλήματα. Με εξαίρεση το συγκινητικό και υποβλητικό “Silent Lucidity”, όπου κατάφερε να κοντρολάρει την τραχύτητα της καταπονημένης του φωνής, στα τρία υπόλοιπα τραγούδια παρουσίασε φωνητική καθίζηση.
Όσοι πιστεύουν πως το “Hand on Heart” είναι ένα εύκολο, μελωδικό radio friendly τραγούδι, διαπίστωσαν πόσο δύσκολη είναι η ανάπλαση αυτής της νοσταλγικής μουσικής του κίνησης, πόσο απαιτητική είναι η ατμόσφαιρα του τραγουδιού και πόσο δυσκόλεψε φωνητικά τον Tate, που συχνά έχασε τον έλεγχο. Και σε μεγάλο μέρος του “One and Only” ακούστηκε εκτός τόνου, συνοδεύοντας την εξέλιξη του τραγουδιού λανθασμένα και διόρθωσε αρκετά τη θέση του προς το φινάλε.
Κάπως έτσι βρεθήκαμε μόλις λίγες στιγμές πριν τον ασύγκριτο ύμνο του άλμπουμ, το μοναδικό “Anybody Listening?”, και αρκετή ώρα είχε που στριφογύριζε στο μυαλό μου η ιστορία γύρω από τους λόγους για τους οποίους οι Queensryche δεν είχαν παίξει ποτέ ζωντανά το τραγούδι αυτό, αφήνοντάς το ανέγγιχτο στην πολυτέλεια της στουντιακής του ταυτότητας: όσες φορές και αν είχαν δοκιμάσει σε πρόβες, το αποτέλεσμα ποτέ δεν τους άφησε απόλυτα ικανοποιημένους, και αυτό είχε να κάνει φυσικά και με την αναδυόμενη ατμόσφαιρα της απόδοσης που θεωρούσαν πως δεν αντιπροσώπευε ανάλογα το τραγούδι.
Τις δικές μου προσωπικές μαχαιριές τις δέχτηκα, το βράδυ αυτό, στη διάρκεια του “Anybody Listening?”, όταν ο Tate μπήκε λανθασμένα και τις δυο φορές, τόσο στο ξεκίνημα όσο και μετά το σόλο, αναζητώντας την εναρμόνιση με την τονικότητα του τραγουδιού για μερικές στιγμές. Ακόμα και μέσα στην ελευθεριότητα μιας βραδιάς που βλέπεις τον μεγαλύτερο ήρωά σου και στα χαλαρά πλαίσια να το ευχαριστηθείς, πάλι με ενόχλησε και με τσίμπησε τόσο έντονα ηχητικά, συγκριτικά με την ανυπολόγιστη εμπειρία του.
Η δεύτερη διακοπή πριν το οριστικό encore της νύχτας έμοιαζε σαν σύντομη ευκαιρία να μαζέψω σκέψεις και εικασίες για τη θυσία του τελευταίου μέρους. Μια μάλλον παράταιρη συνύπαρξη τριών τραγουδιών που για διαφορετικούς λόγους θα ήθελα πολύ να αποφύγω τη δεδομένη στιγμή, ξεκίνησε με μια πολύ δεμένη εκτέλεση του “Last Time in Paris”, του τραγουδιού από το soundtrack της ταινίας “The Adventures of Ford Fairlane”, που είχε προηγηθεί της κυκλοφορίας του “Empire”, αλλά ποιος πραγματικά θέλει να ακούσει σήμερα το “Last Time in Paris”; Ακολούθησε το θλιβερό προνόμιο να ακούσουμε τη χειρότερη απόδοση του “Take Hold of the Flame”, χωρίς καν την εισαγωγή του.
Μετά από τόσα χρόνια, μάλλον έφτασε πια η στιγμή να αποδεχτούμε τόσο εμείς όσο και αυτός πως δεν έχει πια να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Ο άνθρωπος που σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πριν άφησε όλη τη μεταλλική κοινότητα της χώρας με το στόμα ανοιχτό, όταν συμπεριλήφθηκε το “Queen of the Reich”, κομμένο μάλιστα με fade out μετά το σόλο, σε μια συλλογή, δεν χρωστά τίποτα σε κανέναν και φυσικά ακόμα περισσότερο καμιά προσωπική επιβεβαίωση. Θα προτιμούσα να μην τον έβλεπα να χαμηλώνει σε εκπτώσεις που άγγιξαν τα όρια της αυτοταπείνωσης σήμερα, τσαλακώνοντας τόσο τον εαυτό του στους δυο αυτούς κατεστημένους ύμνους για το κοινό. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθώ ούτε τα αναμενόμενα απωθημένα ενός κοινού που αγαπά έναν καλλιτέχνη για συγκεκριμένους λόγους, ούτε τον παρορμητισμό, απλά κοιτάζοντας από απόσταση μια μορφή αυτού του ειδικού βάρους, θα προτιμούσες πραγματικά να αποφύγει τέτοιες άσκοπες θυσίες.
Η εντύπωση που συνεχίζει να με κυνηγά μετά το σβήσιμο του τελευταίου ήχου είναι ένα περίεργο σύμπλεγμα σκέψεων. Σίγουρα το λέει η καρδούλα του (εγχειρισμένη πρόσφατα μάλιστα) να ρίξει τον εαυτό του στα λιοντάρια σε ένα τόσο απαιτητικό πρόγραμμα μεγάλης διάρκειας. Ακόμα και με προηχογραφημένα στηρίγματα, τη σύμπραξη του κοινού, το βάθος και το delay να δουλεύουν υπερωρία, διέσχισε δυο άλμπουμ άλλων δεδομένων, άλλων εποχών, άλλων φωνητικών κεκτημένων, άλλων ερεθισμάτων, άλλης φυσικής κατάστασης. Υπήρξαν στιγμές που η μάχη με τον εαυτό του ήταν σχεδόν συναρπαστική. Ένας μοναδικός τραγουδιστής που εκφράζεται πια σήμερα στον αυτόματο πιλότο, χωρίς συστηματική δουλειά, επιμένει να σπρώχνει τον εαυτό του στα όρια. Τις περισσότερες φορές τα μεγάλα έργα έχουν προκύψει από ερεθίσματα τεράστια που η κάψα τους ίσως κρατά χρόνια. Μου φαίνεται πως τα μυστικά αυτού του ανθρώπου είναι φτιαγμένα από αυτό το υλικό και μετά από τόσα επεισόδια έχει ακόμα την ευρύτητα και την πολυτέλεια να προκαλεί τον εαυτό του.
Να τον αποθεώνει και να τον αδικεί μαζί…
Φωτογραφίες-Βίντεο: Δημήτρης Ζαμπός