Το γεμάτο φεγγάρι του Οκτώβρη μοιάζει να κάθεται κουρασμένο στην ουρά ενός παρκαρισμένου αεροσκάφους, μπροστά από τα τολ του μικρού αεροδρομίου του Modlin. Πλησιάζοντας τόσο κοντά στο μεγάλο αποχαιρετιστήριο ραντεβού με τον Derek “Fish” Dick είναι πια αδύνατο αυτή η εικόνα να μην μου φέρει συνειρμικά τους στίχους του από το “Poet’s Moon”: “κάτω από το φεγγάρι ενός ποιητή, υπάρχουν όνειρα σε δράση, οι προσευχές πραγματοποιήθηκαν και οι ερωτήσεις απαντήθηκαν, καθώς ο κόσμος στροβιλίζεται στο σκοτάδι.”
Για κάποιους αιώνια “ο πρώτος τραγουδιστής των Marillion”, για άλλους απλά και ξεκάθαρα ο Fish, ο Σκωτσέζος ποιητής και ερμηνευτής ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο με όλη την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια πως θα πραγματοποιήσει μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία και θα αποσυρθεί οριστικά από τη μουσική. Η στάση που αποφασίστηκε να κοπάσει τον συναγερμό μου ήταν η Βαρσοβία, για πολλούς πρακτικούς λόγους αλλά και για την δηλωμένη και θερμή αγάπη των Πολωνών για το progressive rock, κάτι που αποδεικνύεται και από την πληθώρα γνωστών αλλά και πιο περιθωριακών σπουδαίων συγκροτημάτων. Το club “Progresja”, στη δυτική πλευρά της πόλης, με μια χωρητικότητα 2.500 θεατών κατέληξε εύκολα σε ένα θριαμβευτικό “sold out”, και η λατρεία στο πρόσωπο του Fish έστησε μια μακριά ουρά πολλών μέτρων δυο ώρες πριν ανοίξουν οι πόρτες. Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκεται και η αίθουσα του venue, ένας πραγματικός πανικός επικράτησε για ώρα μπροστά στον πάγκο με το merch του βετεράνου καλλιτέχνη. Ο συγκεκριμένος χώρος απορροφά ένα μεγάλο ποσοστό συναυλιών του ευρύτερου rock ήχου, και δυο βράδια αργότερα θα φιλοξενούσε τους Monster Magnet.
Με τη βασανιστική αναμονή να διαλύεται αργά, οι πρώτες νότες του μυθικού πια intro “La Gazza Ladra” του Gioachino Rossini, της θρυλικής εισαγωγής των ζωντανών εμφανίσεων των Marillion στη δεκαετία του ’80, και μια αυτόματη σύνδεση με το ιστορικό πια live στο Loreley του 1987, μας κάνει ήδη να ανατριχιάζουμε. Η ομάδα που επέλεξε ο Fish να τον συνοδεύσει στην τελευταία του βόλτα περιγράφτηκε από τον ίδιο σαν “μια χολυγουντιανή ταινία βετεράνων που μαζεύονται ξανά για μια τελική αποστολή”. Ένας-ένας, εμφανίζονται στη σκηνή: ο σπουδαίος κημπορντίστας Mickey Simmonds, συνεργάτης του στη σύνθεση κάποιων εμβληματικών τραγουδιών του, ο ντράμερ Gavin Griffiths, o μπασίστας Steve Vantsis, και ο κιθαρίστας Robin Boult, όλοι τους με πολύχρονη παρουσία στην προσωπική του διαδρομή και φίλοι τους. Η γυναικεία παρουσία της συγκλονιστικής φωνητικά αλλά και απαστράπτουσας Elisabeth Troy Antwi στηρίζει το 66χρονο πια Fish σε κάθε ερμηνευτική δοκιμασία που φαντάζει πια παράτολμη. Ο πανύψηλος Σκωτσέζος μύθος βαδίζει τελευταίος στη σκηνή του “Progresja” και το κοινό έχει παραδοθεί πριν καν ανοίξει το στόμα του. Για όλα αυτά που δύσκολα θα επιχειρήσω να αποδώσω, οφείλω να ευχαριστήσω πρώτα θερμά τον Πολωνό φίλο Grzegorz Bobin , ο οποίος κάλυψε φωτογραφικά για λογαριασμό του Soundcheck την ιστορική παράσταση και επικύρωσε την ευγένεια και προθυμία αυτού του λαού, κάτι που βίωνες σε κάθε σου βήμα.
Πάνω από τη θέα του τεχνολογικού λόφου του “Vigil”, (όπως αποτυπώνεται και στο εξώφυλλο του πρώτου και κορυφαίου του δίσκου) αποφάσισε να μας καλωσορίσει, και έκανε ξανά αυτή την καθοριστική, σημειολογική, επείγουσα παύση στο “If” (I could have your attention), παραμένοντας τόσο εσχατολογικά επίκαιρος και εύστοχος, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι πού κοιτούσε το μακρινό 1990, όταν το έγραψε. Ο ήχος είναι απόλυτα διαυγής και αν τα χρόνια έχουν στερήσει μια μικρή περιοχή φωνητικών στον Fish, δεν μπορούν να του κόψουν τη θεατρικότητα, την επικοινωνιακή άνεση, το βάρος ενός πνευματικού frontman που μετρά την κάθε του φράση. Η αποσβολωμένη αμηχανία ενός κοινού θεατή που ρουφά τις δονήσεις της παγκοσμιοποίησης βηματίζει με τα εμβατηριακά τύμπανα του “Credo” και το θέμα της κιθάρας που βιδώνεται συνεχώς μέσα σου. Η κλονισμένη πίστη για οτιδήποτε, συγκρούεται πάντα περίεργα με τον επίμονο ρυθμό του τραγουδιού, όμως οι γραμμές του Fish δεν αφήνουν περιθώρια: “ένας πλανήτης περιστρέφεται σε ένα σιωπηλό κενό, oι επιλογές είναι όλο και λιγότερες στο έδαφος αυτές τις μέρες”. Μπορεί να μην είναι καθόλου τυχαίο πως το σαρκαστικό πάρτι του “Big Wedge” που ακολουθεί σε μια απίστευτα groovy εκτέλεση, αρχίζει με τη φράση “βρήκα μια νέα θρησκεία χθες”. Αυτές οι σκέψεις γεννήθηκαν όταν ο ίδιος εξήγησε πως στη διάρκεια της απομόνωσης του covid είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στην καρδιά πολλών τραγουδιών του και να επανεκτιμήσει πόσο πολύτιμα ήταν για τη ζωή του, όχι για την καριέρα του. Κάθε βράδυ Παρασκευής όταν μοιραζόταν ένα νέο βίντεο στον λογαριασμό του, ξεκλειδώνοντας ακόμα ένα τραγούδι, φαίνεται πως δούλευε και τη ζυγαριά των επιλογών του για τη συγκεκριμένη περιοδεία. Έτσι, όταν ανάμεσα στα τραγούδια ακούγονταν οι φωνές των θεατών να ζητούν τους ευσεβείς τους πόθους, αυτός απάντησε κατηγορηματικά “εγώ διαλέγω τα τραγούδια”. Και δεσμεύτηκε πως είναι πραγματικά η τελευταία περιοδεία με σαρκασμό για άλλους που ανακοινώνουν την τρίτη αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους. Ο ίδιος είπε κατηγορηματικά πως γι’ αυτόν είναι ένας πλήρης κύκλος που κλείνει, και πολλές από τις επιλογές του λειτουργούν με κριτήριο να κλείσει όπως θα ήθελε.
Μια από αυτές επανέφερε το επικό “Shadowplay” στην πολύτιμη λίστα, σε μια υποβλητική απόδοση που ξεδίπλωνε αυτή τη διαδοχή των αποκαλύψεων του τραγουδιού και προσέδινε στον ίδιο με τη σημασία του ένα φορτισμένο προσωπείο. Καθώς όμως δεν μπορεί να μείνει βολικά για πολύ στις προσωπικές του μάχες, θα τιμήσει το τελικό του άλμπουμ με το ομότιτλο “Weltschmerz”, μια ξεκάθαρη προτροπή για αντίσταση, να αλλάξουν τα πράγματα σε αυτό τον κόσμο της αλόγιστης αρπαγής. Ο πολεμιστής με τη γκρίζα πια γενειάδα ήξερε πάντα πως τα μοναδικά του όπλα ήταν τα λόγια του. Ο στόχος ήταν πάντα να κάνει τον ακροατή να αναρωτηθεί “τι θα γίνει στη συνέχεια”, μέχρι και την τελευταία φορά.
Συνεχίζοντας να ικανοποιεί τα στερητικά σύνδρομα του παρελθόντος, μας πρόσφερε μια εκτέλεση του “Just Good Friends” σε ένα απολαυστικό ντουέτο με την Elisabeth, η οποία έλαμψε και αποθεώθηκε. Το αρχικό του πλάνο, όταν ηχογραφούσε το “Internal Exile” ήταν να ηχογραφηθεί το τραγούδι με ντουέτο, κάτι που τελικά δεν κατάφερε. Τον χορό των επιστροφών στην Marillion-era άνοιξε ένα θηριώδες “Incubus”, και δεν είναι παράξενο πως εκείνα τα μακρινά ερεθίσματα που τον ώθησαν κάποτε σε γριφώδεις στιχουργικούς παροξυσμούς, καίνε ακόμα μέσα του.
Το κυρίαρχο έργο που στεφάνωσε το πρώτο μέρος της παράστασης και μας μετέφερε σε πολλά διαφορετικά ηχητικά λιβάδια, ήταν αναμφισβήτητα το 25λεπτο έπος “Plague of Ghosts” από το άλμπουμ “Raingods with Zippos”. Και ένας περιστασιακός ακροατής θα καταλάβαινε μέσα από μια διαδρομή τόσων χρωμάτων πόσο τολμηρός και ευρύχωρος υπήρξε πολύ συχνά στη διαδρομή του. Η συγκλονιστική αφήγηση, το πέρασμα από funky, ηλεκτρονικά δρομάκια σε ambient ανοίγματα και δραματικά πανέμορφα περιγραφικά επιμέρους κεφάλαια καταλήγει στο λυτρωτικό τελευταίο μέρος. Όλο το Progresja τραγουδά ασταμάτητα “we can make it happen” , ο Fish αδειάζει τη σκηνή απομακρύνοντας ένα-ένα τα μέλη της μπάντας και στο τέλος αποχωρεί με ένα σχεδόν καρτουνίστικο περπάτημα. Η χορωδία συνεχίζει ασταμάτητα να πιστεύει, “we can make it happen”, σε μια σχεδόν γκόσπελ επίκληση, όταν ο Fish μαζί με τον Simmonds επιστρέφουν με το ίδιο αστείο βάδισμα, μέσα σε αποθέωση, και όταν οι πρώτες νότες του “A Gentleman’s Excuse Me” ακούγονται, ένας ρομαντικός, ευγενικός σεβασμός απλώνει τη σιωπή του στην αίθουσα. Οι δυο τους ξεδιπλώνουν αυτό το απογυμνωμένο διαμαντάκι σαν να βρισκόμαστε στο ’90, και όταν ο Fish σφραγίζει τις αποφάσεις – “we ‘re finished dancing”– τα μάτια έχουν σχεδόν βουρκώσει.
Η συνέχεια του πρώτου encore ανήκει στα λεγόμενα τραγούδια του αυτόματου πιλότου, εκεί που τίποτα δεν γίνεται να πάει μέτρια, έτσι τα singles του μυθικού πια “Misplaced Childhood”, έρχονται το ένα μετά το άλλο να σηκώσουν υστερία στο κοινό: “Kayleigh”, “Lavender” και “Heart of Lothian” μοιάζουν να μην φθείρονται ποτέ, ραγίζουν μαζικά τις αντιστάσεις, ενώ στο τελευταίο η αίθουσα μετατρέπεται σε μια μεγάλη κερκίδα με διοργανωτή τον Σκωτσέζο πρωταγωνιστή, που μας αφήνει να πολεμάμε με τα ρυθμικά χειροκροτήματα.
Με τη δεύτερη επιστροφή στήνει άμεσα ένα κέλτικο φολκ πάρτι με το ομότιτλο “Internal Exile”, και την αδιαπραγμάτευτη επιθυμία του για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Τα μάτια του γυαλίζουν γιατί έχει γυρίσει πια πολύ πίσω, εντελώς στην αρχή: “είναι το πρώτο τραγούδι που ακούσατε”. Η γνώριμη γραμμή του “Market Square Heroes” στα κήμπορντς σηκώνει τον κόσμο στο πόδι, ο ψηλός χοροπηδά σαν παιδάκι και περιμένει διαβολικά το break, για να μας προτρέψει, αποπλανήσει, ξεσηκώσει. Είναι η τελευταία φορά και τόσο πειθήνια θα μας πάρει με το μέρος του ξανά με εκείνη την απαγορευμένη τότε γραμμή: “είμαι ο Αντίχριστός σου, δείξε μου πίστη, με ακολουθείς;”
Όταν επιστρέφει για τρίτη και τελευταία φορά, φανερά συγκινημένος, έχει κρατήσει το φινάλε για ένα τραγούδι με σημειολογική αξία και ζητά επιτακτικά από όλους να κατεβάσουν τα κινητά, να ζήσουν τη στιγμή και να γίνουν μέρος αυτού του πράγματος. Η συντροφιά, η παρέα κάθε πόλης, κάθε χώρας που μοιράστηκε αυτό το ταξίδι μαζί του για όλα αυτά τα χρόνια έχει κάθε δικαίωμα να καπηλευτεί γλυκά και συγκινητικά κάθε γραμμή του υπέροχου “The Company”, την ίδια στιγμή που ο Fish μπορεί ακόμα εύκολα να βάζει 2.500 ανθρώπους να στριφογυρίζουν σαν μπαλαρίνες στο κλασικίζον break του τραγουδιού. Ζητά να ανάψουν τα φώτα για να βλέπει τον κόσμο, είναι η τελευταία στιγμή, η τελευταία πρόποση: “Oh for the company, dream of the company, drink to the company until we die, until we die”…
Ήταν μια συγκλονιστική και δύσκολη νύχτα, γλυκόπικρη και περίεργη. Υπήρξε ο ερμηνευτής που τραγούδησε με λόγια που ποτέ δεν θα μπορούσαμε να βρούμε, αυτά που σκεφτόμασταν και νιώθαμε. Δεν σταμάτησε να λέει πως είναι μάλλον περισσότερο “ένας συγγραφέας που μπορεί να τραγουδήσει, παρά ένας τραγουδιστής που μπορεί να γράψει”, κάτι που επανέλαβε και το συγκεκριμένο βράδυ. Σε μια εποχή που οι δυσοίωνες προφητείες στις γραμμές του ολοένα και δυναμώνουν, η φατρία των μουσικών που δεν φοβούνται να εκτεθούν και να μιλήσουν, έχασε τον πολύτιμο υψηλόσωμο πολεμιστή με τη γκρίζα γενειάδα.
“The mute that sang the sirens’ song has gone solo in the game.”
Setlist:
Vigil
Credo
Big Wedge
Pipeline
Shadowplay
Weltschmerz
A Feast of Consequences
Just Good Friends
Incubus
Plague of Ghosts, Part 1: Old Haunts
Plague of Ghosts, Part 2: Digging Deep
Plague of Ghosts, Part 3: Chocolate Frogs
Plague of Ghosts, Part 4: Waving at Stars
Plague of Ghosts, Part 5: Raingods Dancing
Plague of Ghosts, Part 6: Wake-up Call (Make It Happen)
Encore:
A Gentleman’s Excuse Me
Kayleigh
Lavender
Heart of Lothian
Encore 2:
Internal Exile
Market Square Heroes
Encore 3:
The Company
Φωτογραφίες: Grzegorz Bobin