FER DE LANCE: “The Hyberborean”

ALBUM

Η πρόθεση του ανθρώπου να διαφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ένα από τα μυθικά καταφύγια αυτής της ποθητής απόδρασης στην αρχαία Ελλάδα ήταν η Υπερβορεία, μια μυθική χώρα στα βουνά της, όπου κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι και ο Ήλιος έλαμπε σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συνήθως απεικονιζόταν στους χάρτες σαν μια χερσόνησος ή ένα νησί πέρα από τα εδάφη της Γαλλίας, στον ευρωπαϊκό βορρά.

Όσο και αν γεωγραφικά θα ήταν πιο πιθανό να ασχολούνταν με την Υπερβορεία οι ράπερς Fer De Lance από την Ηλιούπολη, στην πραγματικότητα ετούτοι εδώ οι Fer De Lance, ξεπερνώντας το γαλλικό τους όνομα και τον ωκεανό, μας έρχονται από το Σικάγο και είναι πραγματικά φρέσκο αίμα. Μας αποκαλύφτηκαν δισκογραφικά με το ΕΡ “Colossus” του 2020, σαν ένα τρίο που καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες με το ηρωικό του ύφος. Η πρόθυμη και ανοιχτή αγκαλιά της Cruz Del Sur Music είναι το πρώτο αδιαφιλονίκητο σινιάλο για κάθε υποψιασμένο ακροατή του χώρου.

Με στόχο την εξέλιξη και τη βελτίωση του οράματός τους, επιστρέφουν με το πρώτο πλήρες άλμπουμ τους και με ενισχυμένη τη σύνθεσή τους. Η προσθήκη του πρώην ντράμερ των Sept Of Memnon, Scud, απελευθερώνει τον Rusty, που αφοσιώνεται στο μπάσο. Ο Mandy Martillo των Satan’s Hallow αναλαμβάνει όλες τις ακουστικές κιθάρες, ενώ ο MP συνεχίζει στο μικρόφωνο και σε ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες.

Ο δίσκος περιγράφει το ταξίδι ενός ναυτικού προς το βορρά, σε αναζήτηση μιας γης χωρίς πόνο και βάσανα, εγκαταλείποντας τη φθορά και την αδικία του πολιτισμένου κόσμου. Το επιβλητικό εξώφυλλο, με σχεδιασμό της Annick Giroux και ζωγραφισμένο από τον Adam Burke, μας ανοίγει την πόρτα σε αυτή την περιπέτεια με τους συμβολισμούς του: ο ναός αντιπροσωπεύει την αφετηρία της διαδρομής και τον πολιτισμό που ο ναυτικός αφήνει πίσω του, ενώ το βόρειο σέλας και τα παγόβουνα, τον έρημο προορισμό με τα αστέρια να αποτελούν τον οδηγό με την ελπίδα της σωτηρίας.

Η μουσική προσέγγιση αυτής της αφήγησης είναι πιο σκοτεινή και περίπλοκη, συγκριτικά με τη μουσική του ΕΡ. Με τις απαιτήσεις του εγχειρήματος δύσκολες, το γκρουπ αναπαράγει ένα ήχο απειλητικό, λειτουργικά ωμό και ρεαλιστικό για να μας ξεναγήσει σε έναν αγώνα που δεν θα έχει το αίσιο τέλος των παραμυθιών: “όσοι έμειναν άταφοι, δεν περνούν ποτέ τον Αχέροντα”. Με την ριψοκίνδυνη απόπειρα να αυτοπροσδιοριστούν κάπου ανάμεσα στο “Hammerheart” του Quorthon και το “Rising” των Rainbow, η κοντινότερη αρχική εκτίμηση είναι πως ο νέος τους χαρακτήρας χρωστά πολλά στην επική περίοδο του επιδραστικού Σουηδού μουσικού. Η μουσική είναι συχνά αυτή η ηχητική αναπαράσταση των επίμονων και δύσκολων βημάτων σε ένα ταξίδι με αντιξοότητες και εχθρούς, με την υποστήριξη όμως μιας φωνής που αναδεικνύει με περισσότερο πλούτο την αγωνία, την επιμονή, την οργή και το πολεμικό πνεύμα. Οι ακουστικές κιθάρες αποτελούν ένα ισχυρό στοιχείο στον καμβά του δίσκου και απλώνουν νέες εντυπώσεις άλλοτε καθώς συμπλέουν με το γενικό ήχο, άλλες φορές κεντώντας τα ακουστικά μέρη των τραγουδιών, ακόμα και με folk χρώματα, όταν τα κύματα του ταξιδιού διαχωρίζονται απόλυτα.

Αυτό που έχουν καταφέρει οι Fer De Lance είναι να απλώσουν την ιστορία τους με ομοιογένεια, να διατηρήσουν ζωντανή την ένταση και την αγωνία της ιστορίας και να προσδώσουν στον ήχο τον ανάλογο ρεαλισμό. Δε μπορεί κανείς να ξέρει πόσο εκούσια είναι αυτή η αίσθηση της ατελούς ωμότητας που δένει ιδανικά με το επικό metal τους, αλλά τα κύματα του ήχου, της μουσικής και των διαθέσεων, καθώς και η ανάλογη θεατρική προσέγγιση των φωνητικών ζωντανεύουν πειστικά σε αυτές τις αναλογίες που απέχουν τόσο από τις σύγχρονες προκάτ κονσέρβες παραγωγής. Άλλωστε το viking, epic, πείτε το όπως θέλετε, metal μόνο με τη συνδρομή μιας προσεγμένης ηχητικής βαρβαρότητας μπορεί να αναδείξει τις γραμμές του, και οι Αμερικανοί αποδεικνύονται σωτήρια υπέρμαχοι μιας old school αισθητικής που δουλεύει μόνο υπέρ τους.

Χωρίς να λείπουν τα τρωτά, αλλά με μια ειλικρινή περιφρόνηση στο κυνήγι της τελειότητας και προσήλωση στο συναίσθημα, οι Fer De Lance μπαίνουν με βιβλικό θόρυβο στην ανάλογη σκηνή με το πρώτο πλήρες άλμπουμ τους. Με ένα θέμα μεταφορικά ουμανικό, που μπορεί να κάνει και τον ακροατή που δεν πεθαίνει για δράκους και κάστρα να ταυτιστεί πιο εύκολα μαζί του, έχουν τον τρόπο να ξεκλειδώσουν τις συγκινήσεις και από ακροατές που έχουν χρόνια να εκτιμήσουν τους μοντέρνους πολεμιστές του είδους.

Ακόμα περισσότερο οι Έλληνες ακροατές που λατρεύουν την παραδοσιακή αισθητική και τον ηρωικό χαρακτήρα του ήχου αυτού, εύκολα θα ξεχωρίσουν και θα επιβραβεύσουν τα πραγματικά σημάδια ενός σκληρού αγώνα έκφρασης και επιβίωσης.

Μέχρι να ανακαλύψουν σύντομα και τα δικά τους από την “αιχμή του δόρατος”.

Είδος: Epic Metal
Δισκογραφική εταιρεία: Cruz del Sur Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 22 Απριλίου 2022

Facebook: https://www.facebook.com/FerdeLanceMetal/
Bandcamp: https://ferdelancemetal.bandcamp.com/

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1191 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.