Editorial – ΙΟΥΝΙΟΣ: “Still the Orchestra Plays”

EDITORIAL

Δυο σπουδαία αδέρφια από γονείς ιταλικής καταγωγής, ο Jon και ο Criss, ήταν προορισμένα από το ταλέντο τους, τις συγκυρίες, και το πάθος για τον αντίστοιχο ήχο, να αλλάξουν και να σημαδέψουν την ιστορία του αμερικανικού metal. Σε μια μακρινή αχνή κουκίδα του παρελθόντος ο Criss βρίσκεται στους Tower, και ο Jon στους Alien. Το 1978 ενώνουν τις δυνάμεις τους και σχηματίζουν τους Avatar. Σε μια καλύβα πίσω από το πατρικό τους σπίτι, που απέκτησε το όνομα “The Pit”, μαζί με τον Steve Wacholz πίσω από το drum set, αρχίζει να σμιλεύεται η ιστορία.

Ο Jon είναι από την αρχή ο άνθρωπος που κλείνει όλα τα κενά: τραγουδά, παίζει μπάσο και πλήκτρα. Έρχονται οι πρώτες ζωντανές εμφανίσεις σε μικρά clubs της περιοχής και μαζί με αυτές, το 1981, ο μπασίστας Keith Collins. Το 1982 ηχογραφούν το demo “Living for the Night”, όπως και το ΕΡ “City Beneath the Surface”. Είμαστε πια στο 1983, και μόλις μια ανάσα πριν την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, τους ζητούν να αλλάξουν όνομα για να αποφύγουν νομικές περιπλοκές με πνευματικά δικαιώματα. Τα δυο αδέρφια, μαζί με τις κοπέλες τους τότε, δημιούργησαν το νέο όνομα, συνδυάζοντας τις λέξεις “Savage” και “Avatar”.

O Jon θυμάται: “Γράψαμε το Avatar σε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί για αφίσα… και ο Criss είπε, “Βάλε ένα μεγάλο S (σαν των Kiss) μπροστά από το Avatar”, και ήταν σαν, “Savatar”. Σκέφτηκα, “Αυτό ακούγεται σαν ένας πολύ κακός δεινόσαυρος”, αλλά μας άρεσε η όψη του. Έτσι, τελικά, από το πουθενά, δεν θυμάμαι ποιος ήταν – μπορεί να ήταν η γυναίκα του Criss ή η γυναίκα μου – κάποιος είπε, “Βγάλτε το R και βάλτε ένα GE”, και το κάναμε, και εγένετο “Savatage”. Σκέφτηκα, “Αυτό ήταν ωραίο”, όχι “Sa-va-tage”, αλλά “Savatage”, σαν “Sava” για το Savage και “Tage” για το μυστήριο ή οτιδήποτε άλλο. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ήμασταν οι Savatage”.

Κάποιες δεκαετίες πριν, ένας έφηβος μεταλλάς έχει ήδη εθιστεί στο σκάψιμο, αναζητώντας νέα ονόματα που θα γαρνίρουν επάξια τον σεβασμό του για όλες τις παλιές κλασικές μπάντες του είδους. Τον σκεπάζει άλλο ένα από εκείνα τα μαγικά απογεύματα των απίθανων ανακαλύψεων, όταν τραβά από το ράφι εκείνη την παρέα με τα διαβολικά παιδάκια που έμοιαζαν να ανεβαίνουν αδίστακτα προς το μέρος του. Η αμέριστη οικειότητα που έχει καλλιεργήσει με αμέτρητες ώρες ακουσμάτων και καταθέσεις χαρτζιλικιού με τον ιδιοκτήτη, σπρώχνει το γυαλιστερό βινύλιο στο πλατό. Ήταν έρωτας από τις πρώτες νότες, ενώ στα ουρλιαχτά του Jon στο φινάλε του “Sirens” τον διαπέρασε μια από τις πιο ηλεκτρισμένες ανατριχίλες της δεκαετίας του. “Το heavy metal της γενιάς μου”, σκέφτηκε με μια κτητική ευγνωμοσύνη. Δεν άργησε να πέσει με τα μούτρα και στο “The Dungeons Are Calling” αν και άργησε να το ξεχρεώσει στον πάντα εξυπηρετικό δισκοπώλη. Η διαδρομή των ηρώων από τη Florida έγινε μια αναπόσπαστη παράλληλη δράση όσο και αν λαβώθηκε αισθητά αλλά παροδικά στην υψωμένη σημαία του “Fight for the Rock”: σε συνειρμικό συνδυασμό με το εξώφυλλο του “Conquest” των πολύ αγαπημένων του Uriah Heep, απέκτησε πια μια μόνιμη δυσπιστία για κάθε υψωμένη σημαία.

Αντίθετα, οι αντηχήσεις εκείνης της πρώτης περιόδου, στο σαρωτικό δίπτυχο “Sirens – Dungeons” μάλλον τον κράτησαν μόνιμα λάτρη της πιο ακατέργαστης πλευράς τους, χωρίς να τον εμποδίσουν να λατρέψει και την πιο εμπλουτισμένη και φανταχτερή Paul o’ Neill εποχή, με τα δικά της αριστουργήματα. Άλλωστε, τη στιγμή που ο Jon περνούσε ακρόαση από τους πολυτάραχους Black Sabbath εκείνης της εποχής, και ο Criss άνοιγε σχεδόν την πόρτα των Megadeth, σε ένα σχεδόν πρόωρο φινάλε της μπάντας, ο Paul τους έδωσε το φιλί της ζωής και συνεχίζοντας μας συνέτριψαν όπως μας άξιζε με το μυθικό πια “Hall of the Mountain King”.

Οι χαρές που μας μοίρασαν το “Gutter Ballet” και το “Streets” βρέθηκαν για λίγο σε έναν καταψύκτη απογοήτευσης με την αποχώρηση του Jon από το μικρόφωνο. Η φωνή των Wicked Witch όμως, ο καταξιωμένος και αγαπημένος πια Ζαχαρίας έφερε την αναγκαία αρμονία και ισορροπία και η μπάντα για πρώτη φορά ένιωσε να απολαμβάνει μια σεβαστή αύξηση αναγνώρισης και δημοτικότητας με το επιβλητικό “Edge of Thorns”. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως οι τυφώνες των άδικων συγκυριών είχαν αποφασίσει πως ήταν η στιγμή να ζήσει η φουρνιά μας την πρόωρη απώλεια ενός σπουδαίου guitar hero.

Το ημερολόγιο δείχνει 17 Οκτωβρίου του 1993, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα κι ο Criss μαζί με τη γυναίκα του, Dawn, κατεύθυνονται με το αυτοκίνητό τους προς το ετήσιο Livestock Festival στο Zephyrhills της Φλόριντα.  Ένα αυτοκίνητο που βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα, ξέφυγε από την πορεία του, και συγκρούστηκε μετωπικά με το αυτοκίνητο του Criss.  Ο τριαντάχρονος κιθαρίστας πεθαίνει ακαριαία και η Dawn να διακομίζεται στο νοσοκομείο με κρανιακές κακώσεις, εσωτερικά τραύματα στην κοιλιακή χώρα και σοβαρά κατάγματα. Ο μεθυσμένος οδηγός του οχήματος, έχοντας ήδη ιστορικό για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, τραυματίστηκε ελαφρά και κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών, βγήκε όμως τελικά με αναστολή 18 μηνών αργότερα. Η ταφή του άτυχου Criss πραγματοποιήθηκε στο Curlew Hills Memorial Gardens του Palm Harbor της Florida.

Στις 23 Νοεμβρίου 1993, τα εναπομείναντα μέλη των Savatage διοργάνωσαν μια συναυλία προς τιμή του με τη συμμετοχή πολλών συγκροτημάτων. Τη βραδιά έκλεισαν οι Savatage, και ο Jon επέστρεψε πίσω από το μικρόφωνο και το πιάνο στο κέντρο της σκηνής φορώντας μαύρα γυαλιά. Αριστερά στην σκηνή, εκεί που θα στεκόταν ο Criss, τοποθέτησαν μια λευκή Charvel Predator τυλιγμένη με κόκκινα τριαντάφυλλα, αναπαριστώντας ανατριχιαστικά το εξώφυλλο του “ Streets”. Ο συντετριμμένος Jon αποφασίζει να συνεχίσει τη διαδρομή της μπάντας προς τιμήν του χαμένου του αδερφού.

Στις 5 Απριλίου 2017 ο σώμα του Paul Ο’Neill ανακαλύφθηκε σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Embassy Suites στην Tampa της Florida. Το γραφείο του ιατροδικαστή στο Hillsborough της Florida προσδιόρισε την επίσημη αιτία θανάτου του σαν ατύχημα, που προέκυψε από μια απροσδόκητη αντίδραση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα για τη θεραπεία των πολυάριθμων χρόνιων ασθενειών του. O Jon έχει δηλώσει αμέτρητες φορές πως ο Paul έσωσε τους Savatage: ήταν ο καλύτερος φίλος του, και πάντα τον ένιωθε σαν μια πατρική φιγούρα που τον φρόντιζε. Άλλωστε η δημιουργία των Trans-Siberian Orchestra έδωσε επιτέλους στον Jon την εμπορική επιτυχία και οικονομική ανάσα που ποτέ δεν γνώρισε με τους Savatage.

Η σύγχρονη εκδοχή του γκρουπ επιστρέφει στη χώρα μας στο Terra Republic της Πιερίας, στα πλαίσια του Rockwave Festival, στις 28 Ιουνίου. Πριν υπολογίσει κανείς τα ένσημα του κάθε μουσικού που θα πατήσει στο σανίδι, η αποστολή αυτή έχει την έγκριση του στρατηγού Jon, που κρατιέται μακριά παγιδευμένος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει (“as they charge me for years, I can no longer pay”). Και αν σε αυτή την επιστροφή εξακολουθούν να φαντάζουν βαθιά λαβωμένοι, αυτή είναι η μοίρα και ο ηρωισμός μιας μπάντας που δεν εξαργύρωσε ποτέ με δικαιοσύνη τη διαχρονική της αξία.

Η κληρονομιά της όμως θα ζωντανέψει με αξιοπρέπεια, και όταν τα φώτα σβήσουν, τα φαντάσματα θα είναι ξανά εκεί, ίσως πιο ευδιάκριτα από κάθε άλλη φορά.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1307 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.