Editorial – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Δραπέτες της Περιφρόνησης

EDITORIAL

Η προοπτική να αναρωτηθείς για τις σκιές πάνω στις ζωές των ηλικιωμένων είναι μια φαγούρα που αυξάνεται με την πάροδο των χρόνων, ή μάλλον των δεκαετιών. Για τους αδιαπραγμάτευτα νέους που έχουν αμέτρητα παραπετάσματα ανάμεσα στον παππού και τη γιαγιά τους, με ψηλότερο και δυνατότερο αυτό της ηλικιακής τους αλαζονείας, οι ζωές των ηλικιωμένων ίσως και να είναι απολύτως αόρατες. Στ’ αλήθεια τώρα, ποιος σκέφτεται και παρατηρεί τις ιδιαιτερότητες αυτές στα είκοσι;

Καθώς ροκανίζουμε το χρόνο προς τον παγκόσμιο συντονισμό των Χριστουγέννων, μπορώ να θυμηθώ μέσα στον ευρύτερο κύκλο μου μια ευκαιρία που δινόταν σε όλους αυτούς που συνήθως δεν υπάρχουν στο πεδίο μας. Ένα οικογενειακό γιορταστικό τραπέζι με περισσότερες καρέκλες, μια επίσκεψη φορτωμένη με δώρα σε ένα γηροκομείο, μια γενναιόδωρη, ετήσια αγκαλιά που την έφερνε η γιορταστική συγκυρία…

Μέσα στην ευδαιμονία της ψευδαίσθησης των γιορτών υπάρχει λίγος χώρος και χρόνος για την πολυτέλεια να εντοπίσουμε ξανά τις κουρασμένες αυτές μορφές. Είναι παράξενο όταν κοιτάζεις ανάποδα την ευκαιρία αυτής της πολυτελούς συντροφιάς που δίνεις τότε, με τις ευλογίες της γιορτής: είναι στην πραγματικότητα μια επικαλυμμένη ελεημοσύνη, μια εξαίρεση, μια μικρή επαναστατική απόκλιση, και στο τέλος η επικύρωση μιας μακροχρόνιας απομόνωσης.

Η γεροντοφοβία είναι ένα σύνδρομο που έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια και ακουμπά συχνά τα όρια μιας προσωπικής υστερίας. Μια ολόκληρη βιομηχανία αντιγήρανσης δελεάζει τον μάταιο αγώνα του ανθρώπου απέναντι στον χρόνο. Η αφετηρία αυτής της απόπειρας να παλέψει κανείς με όλες τις επιστημονικές δυνατότητες να κρύψει τα σημάδια του χρόνου, ξεκινά από τη ζοφερή πραγματικότητα της περιφρόνησης και της ασέβειας των νεότερων. Ο αγώνας επικεντρώνεται  ουσιαστικά στην εικόνα με προϊόντα, πλαστικές, φάρμακα, βοηθήματα. Η προτροπή του “για πάντα νέος” χλευάζει τη φυσιολογική εξέλιξη μιας προδιαγεγραμμένης διαδρομής. Τα στεγανά όμως αυτά που χωρίζουν τόσο σκληρά σήμερα τους ανθρώπους σε άτυπα παραρτήματα ενισχύθηκαν και έγιναν ακόμα πιο ευδιάκριτα με την αύξηση του μέσου όρου ζωής. Οι άνθρωποι που χάνουν τα αισθητικά όπλα της νιότης τους με τα χρόνια και ταυτόχρονα συμπληρώνουν τον επαγγελματικό τους κύκλο, περνώντας πια σε μια απραξία, βρίσκονται μπροστά σε μια προσωπική υπαρξιακή περιπέτεια και σίγουρα αυτό που περισσεύει είναι η επιθετική απαξίωση των νέων.

Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως με κριτήρια τα εξωτερικά και βιολογικά χαρακτηριστικά, ενισχύθηκαν οι ρατσιστικές διακρίσεις του 19ου αιώνα, παίρνοντας δυστυχώς μια ψευδοεπιστημονική επίστρωση. Όμως ο ηλικιωμένος οφείλει να αναζητήσει τον αυθεντικό ελεύθερο αέρα της ηλικίας του και να αναμορφώσει τη λειτουργία του μακριά από τη δυναστεία μιας ιδέας που οδηγεί σε ολοκληρωτικό αποκλεισμό. Το ζητούμενο και από τις δυο πλευρές είναι η αξιοπρέπεια, μια ισορροπία στην αντιμετώπιση των μεγάλων ηλικιών που θα οδηγεί ουσιαστικά στον σεβασμό της πραγματικής ζωής, μια ουσιαστική ανταμοιβή όλων αυτών των ανθρώπων για την πορεία τους στην παραγωγική διαδικασία.

Πόσο μακριά όμως βρισκόμαστε από αυτή την ζητούμενη ισορροπία και ομαλότητα μιας διαδρομής στην οποία ο χρόνος θα είναι πάντα ο αναμφισβήτητος άρχοντας; Μια έμμεση αλλά πολύ εμφατική απάντηση έρχεται από σχεδόν όλους τους παιδικούς μας μουσικούς ήρωες. Σχεδόν όλοι τους έχουν ακουμπήσει ή ξεπεράσει τα εβδομήντα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν καταπονήσει και επιβαρύνει τους οργανισμούς τους με όλους τους πιθανούς τρόπους.

Τα μυθικά ονόματα αρνούνται λοιπόν να περάσουν το αυλάκι. Μοιάζει να έχουν επιλέξει να εξαϋλωθούν μέσα στην παραμόρφωση του ηλεκτρισμού και τα ουρλιαχτά της αρένας. Όρθιοι, έστω και σφίγγοντας τα δόντια πάνω στο σανίδι, με τις εμβληματικές μακρινές τους φιγούρες να καταλύουν το χρόνο, να ξεγελούν την όραση, ελεύθερες από εντυπώσεις και επικρίσεις. Αιώνιοι, απρόσβλητοι, ημίθεοι, στέκονται μπροστά στα αμέτρητα κύματα της νιότης  καθώς τα χιλιάδες κορμιά πάλλονται από κάτω. Ανεπίσημα, αδήλωτα μπορούν ακόμα να εκδικούνται για τα άδικα γηρατειά εκατομμυρίων απλών καθημερινών ανθρώπων που δεν βρήκαν τρόπο να εξαγοράσουν αυτό το τίμημα. Μπορούν να μεταφέρουν τα ίδια τραγούδια διαλύοντας τα στεγανά των γενεών, μπορούν να ποτίσουν με τις ίδιες γραμμές και τα ίδια μηνύματα αυτούς που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν τις τραγούδησαν πρώτη φορά. Μπορούν να κομματιάσουν τις δικές τους επιπρόσθετες χριστουγεννιάτικες καρέκλες στα οικογενειακά τραπέζια.  

Φεύγει προς τα πίσω η ανάλαφρη νιότη και η χάρη προσπερνιέται από τα αδύναμα γηρατειά που διώχνουν μακριά τους λάγνους έρωτες και τον εύκολον ύπνο…

Όχι για αυτούς, Οράτιε…

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1161 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.