DEEP PURPLE: “Perfect Strangers”

ALBUM TRIBUTE

Η μυθική σύνθεση Mark II των Deep Purple είχε δεχθεί πολλές δελεαστικές προτάσεις επανένωσης, όμως οι πρωταγωνιστές είχαν αρνηθεί να βρεθούν ξανά μαζί μόνο για να εξαργυρώσουν κάποιες αξιοσέβαστες επιταγές. Όλοι τους αντιστάθηκαν σθεναρά στον πειρασμό. Άλλωστε  το ζητούμενο ήταν να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό, μια αίσθηση που να θυμίζει και να προσεγγίζει τη δημιουργική τους φλόγα, όταν έγραψαν όλα εκείνα τα θρυλικά τραγούδια του παρελθόντος.

Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε τελικά το 1984, όταν οι σκορπισμένοι νομάδες έφτασαν από διαφορετικές κατευθύνσεις: ο Ritchie Blackmore και ο Roger Glover από τους Rainbow, ο Ian Gillan από τους Black Sabbath και τη σόλο μπάντα του, ο Jon Lord από τους Whitesnake και ο Ian Paice από τους Whitesnake και τη μπάντα του Gary Moore.

Η σημαντική διαφορά που είχαν μπροστά τους ήταν η αισθητή αλλαγή  με την έλευση του MTV και ενός πιο κομψά σμιλευμένου είδους  rock. Αν και ποτέ οι βετεράνοι αυτοί δεν πίστεψαν  στην αναγκαιότητα όλου αυτού του θέματος  με τα μουσικά βίντεο, έμενε το καίριο ερώτημα αν αυτοί οι αναμορφωμένοι Deep Purple είχαν θέση σε αυτόν τον μουσικό νέο κόσμο.

Ο μόνος τρόπος για να το ανακαλύψουν ήταν να ξεκινήσουν από την αρχή. Οι αρχικές πρόβες δεν περιλάμβαναν τίποτα από την πιο γνωστή δισκογραφία τους στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς.  Επικεντρώθηκαν από την αρχή σε νέα τραγούδια, πολλά από τα οποία προέκυψαν από χαλαρούς αυτοσχεδιασμούς. Ήταν σαν να μην είχε περάσει χρόνος. “Λοιπόν, αν έχετε ψάξει ποτέ στην ντουλάπα σας και βρήκατε αυτό το παλιό μπουφάν ή ένα παλιό ζευγάρι γάντια που δεν έχετε δοκιμάσει για κάποια χρόνια και το φορέσετε και εξακολουθεί να σας ταιριάζει και σας κάνει να νιώθετε υπέροχα, αυτό ακριβώς συνέβη”  είχε πει ο Glover. “Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε ήταν απλώς να δούμε αν η μουσική ήταν ακόμα εκεί. Επειδή αυτός είναι ο μόνος λόγος που το κάνουμε, στην πραγματικότητα, συγκεντρωθήκαμε και αρχίσαμε να τζαμάρουμε. Θυμάμαι αυτό το τζαμάρισμα, ήταν στο Βερμόντ, στο υπόγειο ενός σπιτιού. Έξω υπήρχε πολύ χιόνι και μέσα έκαιγε ένα τζάκι. Ήπιαμε μερικές μπύρες, πρώτος ο Paice έκανε ένα tap, και αρχίσαμε να παίζουμε. Μέσα σε ένα λεπτό, υπήρχαν χαμόγελα στα πρόσωπα όλων, επειδή απλά δούλεψε όπως παλιά. Ήταν υπέροχα.”

Δύο εβδομάδες μετά τις πρόβες επανένωσής τους, ο Paice διαβεβαίωνε ότι δεν είχαν παίξει ούτε μια φορά τη μεγαλύτερη επιτυχία τους, το “Smoke on the Water”. Δικαιωματικά ο Glover επέμενε: “Νομίζω ότι η νοσταλγία είναι υπέροχη, αρκεί να μην αρχίσεις να βγάζεις πολλά χρήματα από αυτήν. Γι’ αυτό προτιμώ να μην μας σκέφτομαι σαν μια μπάντα oldies. Είμαστε μια μπάντα του τώρα. Είμαστε μουσικοί που ζούμε, αναπνέουμε, εργαζόμαστε και κάνουμε μουσική αυτή τη στιγμή.”

Ακόμα βέβαια κι αν κατάφερναν να βρουν κοινό έδαφος μουσικά και να θέσουν το γκρουπ στη νέα εποχή,  το ερώτημα για το αν τα εσωτερικά ζητήματα παρέμεναν συνέχιζε να υπάρχει. Υπήρχε πάντα ο ψίθυρος ότι τα προβλήματα μεταξύ του Gillan και του εξαιρετικά ιδιότροπου Blackmore είχαν επισπεύσει την αρχική αποχώρηση του τραγουδιστή το 1973.

“Ο Ritchie είναι σαν τεριέ ή pit bull. Κρατάει κάτι και δεν το αφήνει. Έχει ένα όραμα για το τι θέλει και θα παλέψει μέχρι να φτάσει σε αυτό που θέλει”. Η χαρακτηριστική δήλωση του Lord δείχνει πως όλοι είχαν κάποιες επιφυλάξεις και περισσότερο ο Glover, αλλά τελικά ο χρόνος φάνηκε να γιατρεύει κάποιες παλιές πληγές, και η παλιά χημεία παρέμενε, τουλάχιστον όσο απολάμβαναν όλοι τους τον μήνα του μέλιτος.

Πράγματι, το άλμπουμ έμοιαζε να γράφτηκε σχεδόν μόνο του. Υπήρχε μια πολύ χαλαρή διάθεση απέναντι ​​στη νέα πρόκληση και περνούσαν περισσότερο χρόνο στην παμπ παρά στο στούντιο. Ένα μικρό αγκάθι ήταν η διαφωνία για τα δικαιώματα των συνθέσεων. Ο Gillan και ο Glover προσπάθησαν να επαναφέρουν τα πράγματα στα δεδομένα του “όλοι για ένα” των ηχογραφήσεων του lineup του Mark II από το 1970 έως το 1973, αλλά ο Blackmore επέμενε να αποδίδονται σε όσους είχαν ενεργό ρόλο. Μόνο ένα τραγούδι από το νέο υλικό τους, το “Nobody’s Home”, αποδόθηκε και στα πέντε μέλη του συγκροτήματος.

Μετά από περίπου έξι εβδομάδες ηχογράφησης, ο Ritchie και ο Roger πέταξαν στο Αμβούργο για να μιξάρουν το άλμπουμ. Το “Perfect Strangers” κυκλοφόρησε στις 29 Οκτωβρίου του 1984, με την απαραίτητη καυστική συνοδευτική δήλωση του πάντα προκλητικού Blackmore: “ Βασικά, ξαναφτιάξαμε τους Deep Purple για να ενοχλήσουμε τον Τύπο. Να τους δώσουμε κάτι να μαλώνουν. Αυτή είναι πραγματικά η νούμερο ένα προτεραιότητά μας, να αναστατώσουμε τους κριτικούς”. Για τον Lord, ο δίσκος είχε την ιδανική ισορροπία: “Φανέρωσε όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν για το συγκρότημα. Δεν προσπαθούσαμε να είμαστε ένα σούπερ νέο αχήμα της δεκαετίας του 1980 και ταυτόχρονα δεν ήμασταν απλώς ένα νοσταλγικό συγκρότημα”. Και ο Paice έμοιαζε ικανοποιημένος: “Για μένα, είναι μια φυσική εξέλιξη από τους προηγούμενους δίσκους, αλλά με μια δεκαετή περίοδο ανάπτυξης ενδιάμεσα. Ήταν μια αποκάλυψη να αποτυπώσουμε ξανά το πνεύμα των Mark II Purple… πολύ αναζωογονητικό”. Ο Glover, που ήταν πάντα πιο συγκρατημένος και ρεαλιστής, το θεώρησε μια σπουδαία στιγμή στην ιστορία του γκρουπ αλλά και ένα άλμπουμ με κάποια έλλειψη συνοχής.

Το επιβλητικό ομότιτλο τραγούδι, με τον επικό ανατολίτικο αέρα που έδωσε ξανά την αφορμή στους πικρόχολους κριτικούς να αναφερθούν σε αντίγραφο του “Kashmir”, είχε αποτυπωμένο μέσα στην αντίφαση των στίχων το κλίμα αυτής της ιστορικής συγκυρίας. Υπήρχε πολλή καχυποψία, ανησυχία και νευρικότητα για το αν θα ξαναβρεθούν  και θα κάνουμε την επανένωση, και μέσα σε λίγα λεπτά υπήρχαν μόνο χαμόγελα. Έτσι οι στίχοι του Gillan μεταφέρουν αυτή τη μετάβαση από το πριν στο μετά, και ο τίτλος του τραγουδιού και του άλμπουμ, περιέχει αυτές τις δυο αντίθετες σημασίες. Το εναρκτήριο “Knocking at Your back Door” ίσως ήταν υπερβολικά πικάντικο στιχουργικά για τους Purple, από την άλλη έδειχνε το βάρος των Rainbow που κουβαλούσε εμφανώς ο Blackmore. Το επιτακτικό και ισορροπημένα δραματικό “Under the Gun” κουβαλά τους όμορφους αντιπολεμικούς στίχους του Gillan, και το “Nobody’s Home” αλληθωρίζει στις σπουδαίες παλιές μέρες με μια blues απόχρωση. Άμεσα και κλασικά hard rockers τα “Mean Streak” και “A Gypsy’s Kiss”, ενώ το “Hungry Daze” αναδύει μια ανατολίτικη επίδραση. Το “Wasted Sunsets” μεταφέρει όλη τη συγκεντρωμένη νοσταλγία με έναν λυρισμό που οι φίλοι τέτοιων τραγουδιών θα λατρέψουν και οι πολέμιοι των μπαλάντων θα μισήσουν. Στα επιπλέον τραγούδια υπάρχει το “Not Responsible” και το 10λεπτο instrumental “Son of Alerik”, στη συνήθη παράδοση του Blackmore.

 

Το άλμπουμ σημείωσε τεράστια επιτυχία. Έφτασε στο Νο5 στα βρετανικά charts και στο Νο17 στο Billboard 200 στις ΗΠΑ. Ήταν μάλιστα το δεύτερο άλμπουμ που έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ μετά το “Machine Head”. Η περιοδεία που ακολούθησε ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε έπρεπε να προσθέσουν πολλές επιπλέον ημερομηνίες, καθώς τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα. Εκείνη η περιοδεία τους του 1985 ξεπεράστηκε μόνο από τον Bruce Springsteen.

Βέβαια ο γαλήνιος μήνας του μέλιτος δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Τα μαθήματα του “να είσαι ο εαυτός σου” του “Perfect Strangers”  ξεχάστηκαν ανεξήγητα γρήγορα. Το “House of Blue Light” που ακολούθησε, αποδείχθηκε ένα περίεργο και δύσκολο άλμπουμ.  Όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Lord: “Κάναμε το τεράστιο λάθος να προσπαθήσουμε να κάνουμε τη μουσική μας σύγχρονη. Ανακαλύψαμε ότι ο κόσμος δεν ήθελε να το κάνουμε αυτό. Ήθελαν να κάνουμε αυτό που κάνουμε καλύτερα. Να είμαστε οι Deep Purple, δυνατοί, περήφανοι, αγνοί και απλοί”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1373 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.