Ο Paul Bruce Dickinson γεννιέται στις 7 Αυγούστου 1958. Η πολυσύνθετη αυτή προσωπικότητα έγινε γνωστή παγκόσμια σαν Άγγλος μουσικός και φυσικά ο τραγουδιστής των σημαιοφόρων του heavy metal στη δεκαετία του ΄80, Iron Maiden προσχωρώντας στο σχήμα το 1981. Είναι γνωστός για την ευρύτητα της φωνής του, το επικό, οπερετικό του ύφος και την ενεργητική σκηνική του παρουσία.
Ο Dickinson ξεκίνησε την καριέρα του στη μουσική σε μικρά συγκροτήματα παίζοντας σε παμπ τη δεκαετία του 1970 ενώ φοιτούσε στο σχολείο στο Σέφιλντ και στο πανεπιστήμιο στο Λονδίνο. Το 1979, εντάχθηκε στο βρετανικό new wave heavy metal συγκρότημα Samson, με το οποίο κέρδισε κάποια δημοτικότητα με το καλλιτεχνικό όνομα “Bruce Bruce” και τραγούδησε σε δύο στούντιο άλμπουμ. Έφυγε από τους Samson το 1981 για να ενταχθεί στους Iron Maiden, αντικαθιστώντας τον Paul Di’Anno, και έκανε το ντεμπούτο του στο άλμπουμ του 1982, “The Number of the Beast”. Στη διάρκεια της πρώτης θητείας του στο συγκρότημα, είχαν μια σειρά από πλατινένια και χρυσά άλμπουμ στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο Dickinson αποχώρησε από τους Iron Maiden το 1993 (και αντικαταστάθηκε από τον Blaze Bayley) για να συνεχίσει τη σόλο καριέρα του, η οποία τον είδε να πειραματίζεται με μια μεγάλη ποικιλία από στυλ heavy metal και rock. Επέστρεψε ξανά στο συγκρότημα το 1999, μαζί με τον κιθαρίστα Adrian Smith, και έχει κυκλοφορήσει έξι ακόμα στούντιο άλμπουμ με το συγκρότημα. Μετά την επιστροφή του στους Iron Maiden, κυκλοφόρησε ένα ακόμη σόλο δίσκο το 2005, το “Tyranny of Souls”. Ο μικρότερος ξάδερφός του, Rob Dickinson, είναι ο πρώην τραγουδιστής του βρετανικού εναλλακτικού ροκ συγκροτήματος Catherine Wheel, ενώ ο γιος του, Austin, ήταν επικεφαλής του metalcore συγκροτήματος, Rise to Remain.
Εκτός από την καριέρα του στη μουσική, ο Dickinson έχει ακολουθήσει μια σειρά από άλλες δραστηριότητες. Ξεκίνησε καριέρα σαν επαγγελματίας πιλότος για την Astraeus Airlines, η οποία οδήγησε σε μια σειρά από εγχειρήματα που έτυχαν ανάλογης προβολής από τα μέσα ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα όταν ήταν ο ίδιος ο πιλότος του αεροπλάνου τσάρτερ των Iron Maiden, Ed Force One, κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων περιοδειών τους. Μετά το κλείσιμο της Astraeus, δημιούργησε τη δική του εταιρεία συντήρησης αεροσκαφών και εκπαίδευσης πιλότων, την Cardiff Aviation, το 2012. Ο Dickinson παρουσίαζε τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή στο BBC Radio 6 Music από το 2002 έως το 2010, και έχει επίσης επιμεληθεί τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, έγραψε μυθιστορήματα και σενάρια ταινιών , δημιούργησε μια μπύρα με την Robinsons Brewery και διαγωνίστηκε στην ξιφασκία σε διεθνείς αγώνες.
1950– Γεννιέται ο Peter Frederick Way, ο γνωστός μας Pete Way, Άγγλος μπασίστας του hard rock και του heavy metal. Ήταν μπασίστας για το rock συγκρότημα UFO από το 1968 έως το 1982. Ο Way επανήλθε στο συγκρότημα για λίγο το 1988-1989 και με πλήρη παρουσία από το 1991 έως το 2008. Ήταν επίσης ιδρυτικό μέλος των Waysted και Fastway και κυρίως έπαιξε με τους Michael Schenker Group και Ozzy Osbourne.
Ο Pete Way μεγάλωσε στο Enfield του Λονδίνου. Άρχισε να παίζει μπάσο σε συγκροτήματα με φίλους από το γυμνάσιο. Αυτός και ο κιθαρίστας Mick Bolton έγιναν φίλοι και μαζί με έναν ντράμερ σχημάτισαν το πρώτο τους σοβαρό συγκρότημα, τους The Boyfriends. Μετά το γυμνάσιο, ο Way έφυγε από το σπίτι στα 17 του και εργάστηκε σε μια ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία και ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Άμυνας.
Το συγκρότημα αυτό πρόσθεσε τελικά τον τραγουδιστή Phil Mogg στη σύνθεση και άλλαξε το όνομα του σε Hocus Pocus. Αφού ο ντράμερ είχε νευρικό κλονισμό που προκλήθηκε από κατάχρηση ναρκωτικών, αντικαταστάθηκε από τον Andy Parker. Στη συνέχεια άλλαξαν ξανά το όνομα του συγκροτήματος και έγιναν οι περίφημοι UFO με τη μεγάλη καριέρα και προσφορά.
1962– Γεννιέται ο Michael Ingo Joachim “Weiki” Weikath, Γερμανός μουσικός, γνωστός ως ιδρυτικό μέλος και ένας από τους κιθαρίστες του πρωτοποριακού power metal συγκροτήματος Helloween.
Ο Weikath γεννήθηκε στο Αμβούργο και ήταν μουσικός από πολύ νωρίς. Ακόμα από παιδί τεσσάρων έως πέντε ετών, ξάπλωνε στο γρασίδι, κοιτούσε τον ουρανό και έβγαζε μελωδίες στο κεφάλι του. Άρχισε να ενδιαφέρεται σοβαρά για τη μουσική το 1971, και περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του σαν παιδί στο στερεοφωνικό των γονιών του, ακούγοντας όλους τους διαθέσιμους ραδιοφωνικούς σταθμούς εκείνη την εποχή. Το πρώτο άλμπουμ που είχε στην κατοχή του ήταν το 1962-1966 από τους Beatles.
Το 1974, ο Weikath άρχισε να παίζει κιθάρα και αργότερα άρχισε να κάνει πρόβες με τους φίλους του. Σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα, τους Powerfool, το 1978. Πριν σχηματίσει τους Helloween, εργάστηκε για μια εταιρεία ταχυδρομικών παραγγελιών δίσκων. Το 1982 υπηρέτησε με βαριά κοινωνική εργασία σαν εναλλακτική επιλογή στη στρατιωτική θητεία. Οι κύριες μπάντες που είχαν επιρροή πάνω του είναι οι Beatles, οι Deep Purple, οι Scorpions, οι UFO, οι Van Halen, οι Led Zeppelin, οι Sex Pistols και οι Wishbone Ash. Οι κιθαρίστες που τον επηρέασαν όταν άρχισε να παίζει ήταν οι Eric Clapton, Jimi Hendrix, Ritchie Blackmore, Uli Jon Roth και Eddie Van Halen.
Ο Weikath είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Helloween, μαζί με τον Kai Hansen (φωνή/κιθάρα), τον Markus Grosskopf (μπάσο) και τον Ingo Schwichtenberg (RIP, ντραμς). Ήταν ένα από τα δύο μόνο αρχικά μέλη που ήταν ακόμα ενεργά στο συγκρότημα, με το άλλο να είναι ο Markus Grosskopf, έως ότου ο Kai hansen και ο Michael Kiske επανήλθαν το 2016.
1983– Το “Born Again” είναι το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ των θρύλων του heavy metal, Black Sabbath. Είναι το μόνο άλμπουμ που ηχογράφησε το γκρουπ με τον τραγουδιστή Ian Gillan, περισσότερο γνωστό για τη δουλειά του με τους Deep Purple. Ήταν επίσης το τελευταίο άλμπουμ των Black Sabbath για εννέα χρόνια με τον αρχικό μπασίστα Geezer Butler και το τελευταίο με τον αρχικό ντράμερ Bill Ward, αν και ο Ward ηχογράφησε ένα στούντιο κομμάτι με το συγκρότημα δεκαπέντε χρόνια αργότερα στο ζωντανό τους άλμπουμ, “Reunion” το 1998. Το άλμπουμ γνώρισε εμπορική επιτυχία μετά την κυκλοφορία του το 1983, φτάνοντας στο Νο. 4 στα βρετανικά charts, και στο top 40 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Ιούλιο του 2021, ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος Tony Iommi επιβεβαίωσε ότι οι από καιρό χαμένες αρχικές κύριες κασέτες του άλμπουμ είχαν τελικά εντοπιστεί και ότι σκεφτόταν να κάνει remix το άλμπουμ για μελλοντική επανέκδοση.
1990– Το “Extreme II: Pornograffitti” (επίσης γνωστό ως απλά “Pornograffiti”) είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ από το hard rock γκρουπ Extreme, που κυκλοφόρησε μέσω της A&M Records. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι ένα μίγμα από πορνογραφία και γκράφιτι.
Το “Extreme II” πούλησε πολύ καλά, φτάνοντας στο Νο. 10 του Billboard 200 και έγινε διπλά πλατινένιο στις ΗΠΑ από την RIAA. Είναι το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις του συγκροτήματος. Δύο singles από το Pornograffiti, τα “More Than Words” και “Hole Hearted”, έφτασαν στο Νο. 1 και 4 αντίστοιχα στο Billboard Hot 100. Δύο άλλα κομμάτια, τα “Decadence Dance” και “Get the Funk Out”, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στο Headbangers Ball του MTV.