Το πέμπτο άλμπουμ των μύθων από το Birmingham συγκεντρώνει όλους τους λόγους να θεωρείται κρίσιμο, κομβικό, καθοριστικό, πληθωρικό. Περισσότερο όμως από κάθε άλλο προσδιορισμό, για μια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του, το “SBS” αποτελεί το άλμπουμ των μεγάλων ανατροπών, γυρίζοντας ανάποδα όλα τα δεδομένα που συνάντησε στο δρόμο του.
Μια παγκόσμια περιοδεία το 1972-73 έγινε για την προώθηση του “Vol. 4” που προηγήθηκε. Χαρακτηρίστηκε σαν το αμερικανικό άλμπουμ: ηχογραφημένο στο “Record Plant” στούντιο με τον ήλιο του Los Angeles και πληθώρα ουσιών, έριξε λίγο περισσότερο φως στις συνήθεις σελίδες τους, έφερε και νέους ήχους ακουστικούς και πιάνο, πέρα από την groovy αισθητική του. Ικανοποιημένοι από το προηγούμενο αποτέλεσμα οι τέσσερις Sabs επέστρεψαν στο “Record Plant” να δημιουργήσουν τον διάδοχο του Vol. 4. Έκπληκτοι ανακάλυψαν πως οι γνώριμοι χώροι είχαν καταληφθεί από τα τεράστια synthesizer του Stevie Wonder, που ηχογραφούσε το 16ο άλμπουμ του, με τον τίτλο “Innervisions”. Γρήγορα κατάλαβαν πως θα ήταν μάλλον αδύνατο να χρησιμοποιήσουν το στούντιο, που είχε γνωρίσει και τις ανάλογες αισθητικές παρεμβάσεις.
Αυτό ήρθε δυστυχώς να προστεθεί σε ένα βαρύ κλίμα που ήδη υπήρχε μεταξύ τους και επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο από την απίστευτη κόπωση. Η εξάρτηση του Iommi από την κοκαΐνη ήταν παροιμιώδης εκείνη την περίοδο και οδήγησε στην κατάρρευσή του: ήταν στις 15 Σεπτεμβρίου 1972, όταν εμφανίστηκαν στο Hollywood Bowl, και ένα μεγάλο μέρος του κοινού φέρθηκε πολύ εχθρικά στη μπάντα εκτοξεύοντας μπουκάλια μπύρας στη σκηνή. Ο Iommi κατέρρευσε έχοντας φτάσει σε σημείο να θέτει πια σε κίνδυνο τη ζωή του. Αναπόφευκτα, οι δυο επόμενες εμφανίσεις στις 16 Σεπτεμβρίου στο Sacramento, και στις 17 στη Honolulu, ακυρώθηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που το γκρουπ πήρε “άδεια”.
Χάνοντας έναν κενό μήνα στο Los Angeles, χωρίς την υποψία νέας ιδέας και με την απουσία άμεσης λύσης για άλλο στούντιο, ο Iommi έχει ήδη πανικοβληθεί από το διαφαινόμενο “writer’s block”. Οι υπόλοιποι τρεις μάλλον δεν συμμερίζονται αρχικά την αγωνία του, συνεχίζοντας να διασκεδάζουν με κάθε ευκαιρία. Σε έναν σοβαρό καυγά μεταξύ Butler και Ozzy, ο Iommi αναγκάζεται να ρίξει λιπόθυμο τον Ozzy με γροθιά.
Μέσα στη γενική απογοήτευση και την έλλειψη συνθετικής προόδου, παίρνουν τη λυτρωτική απόφαση να επιστρέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Νοικιάζουν το κάστρο Clearwell, στο δάσος του Dean, στο Gloucestershire, ένα αναγεννησιακό γοτθικό οίκημα που κατασκευάστηκε το 1727, και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από τους Led Zeppelin, τους Moot the Hoople και τους Deep Purple για σύνθεση και ηχογράφηση. Μόλις την πρώτη μέρα της περιήγησης στον περιβάλλοντα χώρο, βλέπουν μια μαύρη μορφή να κατευθύνεται στο μπουντρούμι του κάστρου και να χάνεται με μυστήριο τρόπο. Προσπαθώντας να εκμαιεύσουν μια αιτιολογία, παίρνουν απλά την απάντηση από την οικοδέσποινα πως μόλις συνάντησαν το φάντασμα του κάστρου. Έχοντας ήδη μια μεγάλη παράδοση πειραγμάτων μεταξύ τους, ακολουθεί μια περίοδος αλλοφροσύνης που μοιράζεται κάπου ανάμεσα στη φάρσα και στον φόβο. Μια απροσεξία του Ozzy, που αποκοιμιέται δίπλα στο τζάκι με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά, δεν καταλήγει μοιραία χάρη στην παρέμβαση του roadie David Tangye. Ο Ward, περισσότερο επιρρεπής στο φόβο συνηθίζει να κουβαλά μαχαίρι παντού, ενώ υπήρξαν μέρες που οδηγούσαν με το αυτοκίνητο πίσω στα σπίτια τους για να μην κοιμηθούν εκεί, και επέστρεφαν το άλλο πρωί. Όπως είχε αναφέρει ξεκαρδιστικά και ο Ozzy, όταν είχε να κάνει σοβαρά με τέτοια πράγματα, δεν ήταν ακριβώς οι “άρχοντες του σκότους”, αλλά μάλλον οι άρχοντες του “chickenshit!”.
Μέσα όμως σε αυτή την ανατριχιαστική ατμόσφαιρα του μπουντρουμιού όπου έκαναν πρόβες, άλλαξε η ροή των γεγονότων και γεννήθηκε το βασικό ριφ του ομότιτλου τραγουδιού. Ήταν ίσως η πιο καθοριστική στιγμή για τη διαδρομή των Sabs στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Ο Iommi ένιωσε πως ξαναγεννήθηκαν, και όλοι μαζί όρμησαν σε μια επανεκκίνηση. Πλήθος ιδεών άρχισε να σμιλεύει τα τραγούδια που θα γέμιζαν αυτό το κρίσιμο πέμπτο άλμπουμ. Σε μια περίοδο που τα εξωτερικά προβλήματα περίσσευαν, ο Butler έντυσε το οργισμένο ριφ του Iommi με στίχους που αφορούσαν κύρια την επιχειρηματική, κυνική πλευρά της μουσικής βιομηχανίας, τους κριτικούς, τη δισκογραφική, τους δικηγόρους, τους λογιστές, το management και όσους κέρδιζαν εύκολα χρήματα από τη μπάντα. Ο τίτλος του ήταν εμπνευσμένος από την περιβόητη “Sunday bloody Sunday”, όταν Βρετανοί στρατιώτες σκότωσαν 13 διαδηλωτές στη Βόρεια Ιρλανδία.
Με την πόρτα της έμπνευσης να έχει επιτέλους ανοίξει, οι Sabs δημιουργούν το πιο πολυσχιδές άλμπουμ της καριέρας τους, έναν δίσκο γενναίο και βαθιά προοδευτικό σε μια εποχή γόνιμη, όπου νέες ιδέες άνθιζαν παντού και η μουσική γύριζε νέες συναρπαστικές σελίδες. Σε αυτή τη σπουδαία συγκυρία, κατάφεραν να κάνουν την ανατροπή, να ξεπεράσουν και τα προβλήματα υγείας, και να απλωθούν σε νέα χωράφια, με κάθε τραγούδι να αποτελεί ένα αυτόνομο, ξεχωριστό κεφάλαιο. Ιδέες που γεννήθηκαν στο Vol. 4 εξελίχτηκαν, όπως για παράδειγμα το τρυφερό instrumental “Fluff”. Αποτέλεσε ουσιαστικά μια αφιέρωση στον dj Alan “Fluff” Freeman, ο οποίος χρησιμοποιούσε το instrumental “Laguna Sunrise” (πάνω άλλωστε στο οποίο βασίστηκε το “Fluff”) σαν εισαγωγή στη ραδιοφωνική του εκπομπή, στην οποία συνήθιζε να προβάλει συχνά τη μουσική τους. Ο αστικός μύθος αναφέρει μάλιστα πως το “Fluff” παίχτηκε στον πρώτο γάμο του Iommi, αλλά η κασέτα είχε πρόβλημα και δεν ακούστηκε σωστά, ένα πρόβλημα που μάλλον επεκτάθηκε και στο γάμο του, καθώς χώρισε στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Technical Ecstasy”.
Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Morgan Studio, στο Λονδίνο.Το σχεδόν φιλοσοφικό “A National Acrobat” ενισχύεται με κάποια από τα πιο εθιστικά ριφ του Iommi, ενώ η δισολία ανοίγει τη χρωματική βεντάλια του τραγουδιού. Ο Iommi υπήρξε αρκετά ειλικρινής και ιπποτικός, αποκαλύπτοντας πως η αρχική ιδέα γράφτηκε από τον Butler, που συχνά έδινε υπέροχες αφετηρίες, και αυτός εμπλούτισε ένα από τα πληρέστερα και πιο εντυπωσιακά τραγούδια τους στα 70’s. Με τους στίχους του Butler να διατρέχουν τις σκέψεις ενός εμβρύου για το ποιος καθορίζει τις τελικές επιλογές που ρυθμίζουν τη ζωή, προσδίνεται μια βαθύτερη πνευματική υπόσταση, κάτι που ίσως δεν άντεχε συχνά ούτε ο εμπνευστής του και σχολίαζε πως πηγή έμπνευσης του τραγουδιού ήταν ο αυνανισμός. Βέβαια, ο αισθητά ερωτευμένος τότε Butler αποκαλύφθηκε στο αέρινο και αποπλανητικό “Sabbra Cadabra”, με στίχους απρόσμενα ερωτικούς με αποδέκτη την κοπέλα του.
Αντίθετα στο “killing Youself to Live” καθρεφτίζεται ξεκάθαρα η αγωνία από την περιπέτεια της υγείας του λόγω της εξάρτησης από το αλκοόλ, όταν νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο με το συκώτι του έντονα καταπονημένο. Η πρώιμη μορφή του σπουδαίου αυτού τραγουδιού έχει φινιριστεί πανέμορφα, και μεταμορφώθηκε σε ένα progressive rock single. Ακόμα και ο Ozzy έκανε το συνθετικό του ντεμπούτο, και μάλλον καταλύτης γι΄αυτό αποτέλεσε η αγορά ενός synthesizer Moog. Πάνω στον ενθουσιασμό και πειραματισμό του, αν και ακόμα πρωτάρης και αδέξιος, σκάρωσε το απόκοσμο “Who Are You?”. Άλλη μια καινοτόμα αυτονομία που ενισχύει την περίεργη αίσθησή του από ακόμα μια ξεχωριστή ερμηνεία του.
Και αν το “Looking for Today” θα μπορούσε εύκολα να περιγραφεί σαν ένα αέρινο εν δυνάμει single, υπάρχει αυτή η εξωτική χαρμολύπη που το οδηγεί σε ένα κομμάτι μακριά από τα κλισέ, ενώ οι γλώσσες του φλάουτου και τα keyboards σπρώχνουν ιδανικά αυτούς τους πικρούς υπαινιγμούς στη φωτεινή, ρυθμική επιφάνεια του τραγουδιού.
Ο δίσκος σφραγίζεται με τον θρίαμβο του ορχηστρικού “Spiral Architect”. Το βρίσκω ιδανικό και δίκαιο να το συνδυάζω πάντα με την περιγραφή του Butler, όταν έγραψε τους στίχους καθισμένος μπροστά στο χορτάρι στο σπίτι του, βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει σε μια ιδιαίτερα όμορφη στιγμή της ζωής του. Με την έμπνευση να τον επισκέπτεται σχεδόν στον ύπνο, το τραγούδι αναφέρεται τις εμπειρίες της ζωής που προστέθηκαν στο DNA ενός ανθρώπου για να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Ο Iommi επιχείρησε αρχικά να πειραματιστεί παίζοντας γκάιντα στο τραγούδι, αλλά η φιλοδοξία του ήταν υπερβολικά βιαστική για τον πολύτιμο χρόνο τους. Με τη συνδρομή του Will Malone θα δημιουργήσουν ένα τμήμα του τραγουδιού για έγχορδα, και χρησιμοποιώντας κανονική ορχήστρα, αναγκαστικά στα Pye Studios, για να χωρέσουν όλοι, ηχογράφησαν την προσθήκη αυτή, με τον Ozzy να υπαγορεύει τραγουδώντας τη μελωδία σους μουσικούς. Το τραγούδι αναδύεται απλά συγκλονιστικό, με ένα αγωνιώδες μεγαλείο στο οποίο η ερμηνεία του Ozzy αποδίδει περισσή δικαιοσύνη, και το φινάλε των χειροκροτημάτων αποτελεί τον ιδανικό απόηχο ενός αριστουργηματικού άλμπουμ.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε την 1η Δεκεμβρίου 1973 με ένα προκλητικό, σχεδόν βλάσφημο, έργο τέχνης και στις δυο όψεις του, από τον περίφημο καλλιτέχνη Drew Struzan, επίσης υπεύθυνο για εξώφυλλα του Alice Cooper, Grand Funk Railroad, Lakeside, Carole King, Canned Heat, αλλά και poster μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως τα Back to the Future, First Blood, Star Wars, Harry Potter, και πολλά άλλα.
Πέρα από την άμεση εμπορική του καταξίωση (πέμπτο συνεχόμενο πλατινένιο άλμπουμ στις Ηνωμένες Πολιτείες και Νο 4 στα βρετανικά charts), τις φωτογραφίες του Iommi χωρίς το μουστάκι, και την καλλιτεχνική και ιστορική του αξία, ήταν το άλμπουμ που κράτησε ολοζώντανο το σχήμα απέναντι σε πολλές αντιξοότητες. Του έδωσε την ώθηση να συνεχίσει να δημιουργεί και να περιοδεύει, κόντρα σε θεούς και δαίμονες της μουσικής βιομηχανίας που σχεδόν ποτέ δεν έλειψαν από τις ζωές τους.