Μια παρουσίαση του Ουαλού μουσικού, τραγουδιστή, ποιητή μαζί με ένα σωρό άλλα πράγματα, δεν γίνεται να πετύχει με ένα συμβατικό κείμενο εξιστόρησης. Η απόπειρα αυτή είναι ουσιαστικά ένας βατήρας για να αποπειραθεί κανείς να δεχτεί τα κύματα της δημιουργίας του έχοντας έτοιμη μια σκιαγράφηση μιας περίεργης ζωής συγκρούσεων, μεταπτώσεων αλλά και μιας απίθανης ανατροπής όλων αυτών που θα στερούσαν από άλλους ανθρώπους ακόμα και τη θέληση για επιβίωση.
Ο Ren γεννήθηκε το 1990 στο Bangor της βόρειας Ουαλίας και μεγάλωσε στο χωριό Dwyran στο νησί Anglesey, στη βορειοδυτική ακτή της χώρας. Έπιασε από πολύ μικρός μόνος του την κιθάρα, ορμώμενος από τον θαυμασμό που έτρεφε για τον Jimi Hendrix και τον John Frusciante. Έχοντας μεγάλο του όνειρο να γίνει μουσικός, μόλις στα 12 χρόνια του πουλούσε cd που έφτιαχνε στο σπίτι του με το πρόγραμμα reason studios, ενώ στα 13 του έκανε την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση, αποδίδοντας το τραγούδι “Morningstar” των AFI.
Μετακόμισε στην Αγγλία, και πήγε στο Bath Spa University για μουσικές μελέτες, ενώ ξεκίνησε και μια indie hip hop μπάντα με το όνομα Trick The Fox. Γρήγορα ο χαρισματικός μουσικός βρέθηκε να κάνει busking στους δρόμους του Brighton με τις ρίμες και τα beats του, μαζεύοντας πένες και λίρες στο καλάθι του. Βρισκόμαστε πια στο 2009, ο Ren είναι 19 χρονών, το ταλέντο του αντηχεί εμφατικά στο δρόμο, και μια μέρα ο μουσικός, παραγωγός και υπεύθυνος της Sony Records, Eric Appapoulay τον ακούει εκεί έξω να ερμηνεύει ένα δικό του τραγούδι και μαγεύεται. Ο Eric του προτείνει να τον ακολουθήσει στο Λονδίνο και να δουλέψουν μαζί για ένα άλμπουμ, και έτσι προκύπτει το συμβόλαιο με τη Sony. Ο Ren ακουμπά σχεδόν τα 20 χρόνια του, βρίσκεται στο ιδανικό κατώφλι για να ανθίσει καλλιτεχνικά, μουσικά, δημιουργικά αλλά και εμπορικά: η μεγάλη ευκαιρία βρίσκεται μπροστά του.
Η διαδικασία των ηχογραφήσεων έχει αρχίσει και συνοδεύεται και με εμβόλιμες ζωντανές εμφανίσεις, και ακριβώς τότε η ζωή παίζει το σκληρότερο παιχνίδι στον Ren, που αρρωσταίνει βαριά από μια άγνωστη ασθένεια. Δυνατοί πόνοι χτυπούν το κορμί του, μια συνεχής κόπωση τον καταβάλει, ο πυρετός εμφανίζεται συχνά, ενώ αυτός πεισματικά προσπαθεί να κρύψει τα πάντα: συχνά αποσύρεται στην τουαλέτα για να φτύσει αίμα, κοιμάται αποσπασματικά στα πίσω καθίσματα των αυτοκινήτων όταν τον μετακινούν για ζωντανές εμφανίσεις, όταν δεν ξεσπά σε κλάματα. Γρήγορα, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό του και αρχίζει να καταρρέει ακόμα και πάνω στη σκηνή, όταν υπάρχουν μέρες που δεν μπορεί καν να σταθεί όρθιος, και το κοινό αρχίζει να το βλέπει αυτό. Δεν γίνεται να συνεχίσει. Ζητά από τον Eric μια ανάπαυλα να ξεκουραστεί και να συνέλθει, και επιστρέφει κοντά στη μητέρα του. Το αρχικό δίμηνο, έγινε εξάμηνο χωρίς καμιά βελτίωση και έτσι εξελίχθηκε σε έναν εφιάλτη διαρκείας με τα συμπτώματα να εισβάλλουν πια έντονα και στη διανοητική του υγεία. Το συμβόλαιο με τη Sony ακυρώνεται. Ο Ren είναι συντετριμμένος. Πέρα από την κόλαση με την υγεία του, νιώθει πως κλώτσησε τα πάντα μακριά και η χρυσή ευκαιρία χάθηκε για πάντα. Ο ίδιος ποτέ δεν καταλόγισε σκληρότητα και απάνθρωπη μεταχείριση στην εταιρεία ή τον Eric Appapoulay, αντίθετα πάντα τον θεωρεί έναν ταλαντούχο, υπέροχο άνθρωπο, και ένιωθε τύψεις που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τον δίσκο και απογοήτευσε αυτόν που τόσο τον πίστεψε.
Ακολουθούν κάποια εφιαλτικά χρόνια στη διάρκεια των οποίων ο Ren παλεύει τους άγνωστους δαίμονες με γιατρούς, φάρμακα και συνεχείς απόπειρες να ανακαλύψει τη φύση της αρρώστιας του. Όντας παιδί μιας τυπικής εργατικής οικογένειας, δυσκολεύεται και οικονομικά. Συχνά μαζεύουν χρήματα για καιρό να τα επενδύσουν στον επόμενο γιατρό, για ακόμα μια απογοήτευση.
Ο Ren καταναλώνει κάθε λογής φάρμακα, μέχρι και αλλοπαθητικά, ενώ συχνά έχει απέναντί του ακόμα και τον χλευασμό των γιατρών που υποστηρίζουν πως όλα είναι στο μυαλό του. Η κατάστασή του χειροτερεύει συνεχώς και μέσα στη βαθιά του απελπισία στρέφεται σε αναζητήσεις στο χώρο του πνευματισμού, καταλήγοντας ακόμα και σε συνεδρίες με σαμάνες και εξορκιστές. Είναι μια πολύ σκοτεινή περίοδος στη ζωή του, στη διάρκεια της οποίας είναι σχεδόν πεπεισμένος πως είναι δαιμονισμένος και περνά χρόνο συζητώντας ακόμα και με σατανιστές. Η απελπισία και η σύγχυση τον οδηγούν στην επινόηση αντισυμβατικών πράξεων, θεωρώντας πως έτσι ξεφεύγει από τη συμπεριφορά που αναμένουν οι δαίμονες που τον έχουν παγιδέψει. Καταλήγει ολόγυμνος σε κεντρικό δρόμο να γελά υστερικά, και συλλαμβάνεται από την αστυνομία.
Ψάχνοντας μόνος του στο google, και διαπιστώνοντας μια μεγάλη ομοιότητα συμπτωμάτων με την ασθένεια Pandas, μάζεψε χρήματα και επισκέφτηκε έναν ειδικό στις Βρυξέλλες. Του αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την περιπέτεια της υγείας του, και αυτός χωρίς καν να τον εξετάσει του είπε πως πάσχει από την ασθένεια Lyme, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τις εξετάσεις που ακολούθησαν. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε πια να πολεμά με έναν συγκεκριμένο εχθρό που έχει πια όνομα, σε μια διαδικασία απαιτητική και πολυέξοδη με πολλές μεταπτώσεις.
Αν και σχεδόν συνεχώς στο κρεβάτι, ο Ren συνέχιζε να γράφει μουσική. Θέλοντας να αφήσει μια κληρονομιά και έχοντας τον φόβο πως δεν θα φτάσει ποτέ τα 30 χρόνια του, αποφάσισε να κυκλοφορήσει το πρώτο σόλο άλμπουμ του. Τότε ζήτησε από τον Eric Appapoulay την άδεια να χρησιμοποιήσει τα τραγούδια που είχαν προλάβει να ηχογραφήσουν πριν αρρωστήσει και αυτός του την έδωσε. Το άλμπουμ “Frecked Angels” κυκλοφόρησε στις 2 Ιανουαρίου 2016, περιείχε 16 τραγούδια και ήταν αφιερωμένο, όπως και το ομότιτλο τραγούδι, στον φίλο του Ren Joe Hughes, που είχε πεθάνει το 2010. Στις 15 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, κυκλοφόρησε το πρώτο επίσημο single του, με τον τίτλο “Jessica”. Το τραγούδι του “Patience” αποτέλεσε μέρος του soundtrack της ταινίας “Unrest” του 2017. Πριν λίγο καιρό, είχε προηγηθεί μια μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων που πραγματικά του έσωσε τη ζωή την τελευταία στιγμή.
Η απόλυτη επικράτηση του Ren απέναντι σε κάθε αντιξοότητα που βίωσε μέχρι σήμερα, ήρθε με την ανάρτηση του βίντεο για το τραγούδι του “Hi Ren” , στις 15 Δεκεμβρίου 2022. Σήμερα το συγκεκριμένο βίντεο καλπάζει ασταμάτητο στις 14 εκατομμύρια θεάσεις. Ο Ren, που παραμένει απόλυτα αυτόνομος και ανεξάρτητος, γκρέμισε κάθε μύθο και κανόνα της μουσικής βιομηχανίας, ακολουθώντας απλά τους πιθανούς διαδρόμους του διαδικτύου που δέχτηκαν απλόχερα την αλήθεια και το ταλέντο του. Το σημαντικό είναι πως δεν εμπορεύεται το δράμα του για να προκαλέσει τον οίκτο, αλλά για να αφήσει το φως της ελπίδας να φανεί στο τέλος του διαδρόμου. Μια πιθανή ερμηνεία των εκατομμυρίων θεατών που υπέκυψαν στο “Hi Ren” είναι η οικουμενική διάσταση που δίνεται κρυπτικά στα περίφημα πνευματικά, εσωτερικά ζητήματα του ανθρώπου. Η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, η ανασφάλεια, η εσωτερική σύγκρουση είναι ζητήματα που αφορούν ακόμα και στους θεωρητικά υγιείς ανθρώπους. Υπάρχουν τόσες στιγμές στο βίντεο που μπορούν να ταυτιστούν με τα βιώματα ανθρώπων που δεν έζησαν την κόλαση του Ren, αλλά πληγώθηκαν περιστασιακά από διαφορετικές συγκυρίες στη ζωή τους. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πληθωρική, ετοιμοπόλεμη θεατρικότητα, την θυελλώδη ποιητική έξαρση, την αντισυμβατική μουσική συνοδεία, τους απόλυτα πετυχημένους λιτούς οπτικούς συμβολισμούς και την απολογητική σημασία της δημιουργίας του, αφήνουν τον θεατή/ακροατή συγκλονισμένο. Μέσα σε αυτό το πολύτιμο, τόσο αληθινό και λειτουργικό μάθημα ζωής και ελπίδας, το CNN απομονώνοντας ένα συγκεκριμένο απόσπασμα του βίντεο προειδοποιεί πως ωθεί τους νέους στην αυτοκτονία ή να κάνουν κακό στους εαυτούς τους, αλλοιώνοντας τόσο άδικα και προκλητικά ένα ξεκάθαρα ευεργετικό και θετικό μήνυμα. Είναι βέβαια αργά να κατευνάσουν το κύμα που εξυψώνει τη φήμη του δημιουργού από στόμα σε στόμα, από κοινοποίηση σε κοινοποίηση.
Ο Ren συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσα στις συνεχείς νοσηλείες και τη μουσική του, περνώντας κάποιο χρόνο πρόσφατα στον Καναδά για ιατρικούς λόγους και συνεχίζοντας να διαλύει όλα τα κλισέ της μουσικής βιομηχανίας με τους αριθμούς του. Βρίσκοντας πραγματικά δύσκολο να περιγράψω αυτό που ο ίδιος σημαίνει για κάποιον που δεν τον προσέγγισε ακόμα, νομίζω πως ο ακριβέστερος τρόπος είναι αυτός που μόνος του έχει επιλέξει στο τελευταίο αφοπλιστικό μέρος του “Hi Ren”:
“Some people know me as the voice that you hear when u loosen the noose on the rope”.