Ήταν κάπου στο ταραγμένο 1993, όταν από τα άδεια μπουκάλια του Nottingham αναδύθηκαν στον πυκνό από νικοτίνη αέρα και μέσα στο τελευταίο σκοτάδι της ζάλης της μέθης πριν από την αυγή, οι πρώτες μουσικές ιστορίες των Tindersticks. Η φιλοδοξία ενός διπλού άλμπουμ για ντεμπούτο μάλλον έθρεψε ακόμα περισσότερο όλους εκείνους τους μοναχικούς ακροατές που έσπευσαν να ακολουθήσουν τον λερωμένο φακό τους σε κλειστοφοβικά πλάνα μιας πόλης που σταθερά, βέβαια και μοιραία καρφώνει τους θαμώνες της.
Σε μια περιοδεία μαζί με τον Nick Cave και τους Bad Seeds, o Blixa Bargel τους σύστησε τα Conny’s Studios στην Κολωνία, και αυτοί ακολούθησαν τη συμβουλή του όταν έφτασε η στιγμή για το επόμενο βήμα τους. Σε μια εβδομάδα τον Μάιο του 1994, ηχογράφησαν σχεδόν όλα από τα backing tracks, και μετά επέστρεψαν στο Λονδίνο, στα Abbey Road Studios όπου με τη συνδρομή του Terry Edwards έγιναν οι προσθήκες των εγχόρδων. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν στα Oricono Studios τον Ιούλιο, και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τελικά τον Απρίλιο του 1995.
Τον επόμενο χρόνο η μπάντα θα συνθέσει το soundtrack για την ταινία της Claire Denis, με τον τίτλο “Nenette et Boni”. Στο συγκρότημα είχε ήδη αποδοθεί μια αίσθηση κινηματογραφική στην περιγραφική μουσική του, αλλά ο τραγουδιστής Stuart Staples θεωρούσε πως ήταν μάλλον ο χώρος που άφηνε το γκρουπ στις συνθέσεις του, ο χώρος ακόμα και στις ιδέες, καθώς λάτρευαν να καλλιεργούν την αίσθηση μιας αμφιβολίας. Ο Staples απέδωσε τη σύνδεση του ήχου τους με τις ταινίες της Claire, σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Αυτό ήταν το οκτάλεπτο “My Sister” το μεγαλύτερο σε διάρκεια από τα συνολικά 16 τραγούδια του άλμπουμ.
Η αρχή της δημιουργίας του ομιλούντος νοσταλγικού indie “My Sister” βρίσκεται κάπου στο 1994, όταν ο πολυοργανίστας της μπάντας David Boulter, ενώ περίμενε να πάρει τη μπουγάδα του σε ένα τοπικό πλυντήριο, έγραψε την πρωταρχική μορφή της τραγικής ιστορίας. Όταν ο τραγουδιστής Stuart Staples ανακάλυψε την ιστορία, στο χάος του κοινού τους διαμερίσματος, συνεργάστηκε με τον Boulter για την ανάλογη μελοποίηση.
Υπάρχει μια ιστορία που λέει πως το περιεχόμενο του τραγουδιού είναι μια χιουμοριστική απάντηση σε όλους τους επικριτές της μίζερης, μελαγχολικής διάθεσης του πρώτου άλμπουμ. Το μάλλον ακραίο μαύρο χιούμορ του μοιάζει να ακουμπά μια έξυπνη απόπειρα παρωδίας, όμως από την άλλη η προφορική, αφηγηματική απόδοση του ποιήματος με έναν σκληρό ρεαλισμό μειώνει σημαντικά την εντύπωση αυτή. Τον τελευταίο λόγο μοιάζει βέβαια να έχει η μουσική που κουβαλά την αφήγηση με μια περιπαιχτικά ζεστή και φωτεινή εντύπωση. Με ένα σταθερά σφιχτό αλλά ευγενικό ρυθμό, το βιμπράφωνο, το πιάνο, τα έγχορδα αλλά και τα πνευστά ακούγονται να αποφορτίζουν τη σκληρότητα της αφήγησης, προσδίνοντας μια επίστρωση ματαιότητας στην σημασία του δράματος, σπρώχνοντας τη ζωή μπροστά, όσο δύσκολη, απάνθρωπη ή ακραία και αν γίνεται κάποτε.
Ο αφηγητής αδερφός ανοίγει το παράδοξο αυτό μουσικό κουτί της δυστυχίας με τον στίχο “θυμάσαι την αδερφή μου, πόσα λάθη έκανε με αυτά τα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν ποτέ;” Πάνω σε αυτή την παράταιρη μουσική συνοδεία, με τη σταθερότητα ενός ζεστού μπάσου να κατευθύνει τις στροφές της αφήγησης, θα μάθουμε πρώτα για τις παιδικές μαξιλαρομαχίες που έβρισκαν την αδερφή του με ένα μαχαίρι Stanley στα χέρια της. Τυφλώθηκε στα πέντε της χρόνια και έκαψε το σπίτι στα δέκα της, όταν κάπνιζε στο κρεβάτι της. Η μητέρα τους και η γάτα πέθαναν στις φλόγες. Ο πατέρας τους πήγε να μείνουν με τη θεία στην εξοχή και όταν έφυγε στο Λονδίνο να βρει καινούρια δουλειά, δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Στα δέκατα τρίτα ης γενέθλια έπεσε στο πηγάδι του κήπου και χτύπησε σοβαρά στο κεφάλι, όμως επέστρεψε η όρασή της. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση να μην ανοιγοκλείσει ποτέ ξανά τα μάτια της. Στα δεκαπέντε της μετακόμισε στο σπίτι ενός μυώδους γυμναστή: ήταν ερωτευμένη. Αυτός έχασε τη δουλειά του, καθώς σε μια μικρή πόλη όλα μαθαίνονται. Έζησαν μαζί για πέντε χρόνια. Μια μέρα αυτός έχασε την ψυχραιμία του και την χτύπησε στο πίσω μέρος του λαιμού της με ένα bullworker. Όλη η δεξιά της πλευρά έμεινε παράλυτη. Αυτός καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης και βγήκε σε 15 μήνες. Τον είδαν κάποια στιγμή να προπονεί μια ομάδα σε μια παραθαλάσσια πόλη της Κορνουάλης. Δεν την αναγνώρισε όμως, καθώς είχε πάρει πολλά κιλά όντας συνεχώς σε αναπηρικό καροτσάκι. Έβαζε τον αδερφό της να της χώνει καρφίτσες και να σβήνει τσιγάρα στο δεξί της χέρι, γελώντας δυνατά επειδή δεν ένιωθε πόνο.
Πέθανε στα 32 της χρόνια.
“Είπε ότι δεν ήθελε να αποτεφρωθεί, και ήθελε ένα φτηνό φέρετρο για να την φτάσουν γρήγορα τα σκουλήκια. Είπε ότι της άρεσε η ιδέα , αν και νόμιζα ότι ήταν εξαιτίας αυτού που συνέβη στη γάτα και στη μαμά μας”.