Articles – ALICE COOPER: “The Blackout Albums”

ARTICLE

Βρισκόμαστε στην αυγή της δεκαετίας του ’80. Ο Alice Cooper, μετά από μια πολυδιαφημισμένη παραμονή σε ίδρυμα για αποτοξίνωση από το αλκοόλ το 1977, βρίσκεται σε μια άλλη περίοδο δοκιμασίας από τις εξαρτήσεις, με τον εθισμό στην κοκαΐνη να έχει πάρει τη σκυτάλη. Ήταν μια σοβαρή περιπέτεια, σταδιακά αυξανόμενη, που επηρέασε αισθητά τη μνήμη του. Τα τέσσερα άλμπουμ που κυκλοφόρησε μέχρι το 1983, ο ίδιος τα έχει χαρακτηρίσει σαν “The Blackout Albums”, επειδή δεν θυμάται να τα έχει συνθέσει και ηχογραφήσει λόγω αυτού του εθισμού.

Το “Flush the Fashion” ανοίγει αυτό τον κύκλο, αποτελεί το πέμπτο σόλο άλμπουμ του, και κυκλοφόρησε στις 28 Απριλίου 1980 από την Warner Bros. Ηχογραφήθηκε στα Cherokee Studios στο Los Angeles, με παραγωγό τον Roy Thomas Baker, που είχε εργαστεί με επιτυχία για τους Queen και τους The Cars. Ο Cooper, έχοντας ανοιχτά τα αυτιά του σε όλα όσα συνέβαιναν μουσικά στην Ευρώπη, έκανε μια σημαντική, αισθητή μεταβολή στο ύφος του με έντονες επιδράσεις από το new wave. Το single “Clones” του άλμπουμ τα καταφέρνει να βρεθεί στο Top 40 του Billboard των ΗΠΑ. Μακριά πια από το σχεδόν AOR του “From The Inside”, τα τραγούδια που έχουν να κάνουν με την απώλεια της ταυτότητας, την ανάληψη νέων ρόλων και την κλασική άνοια του δημιουργού, είναι σύντομα με αρκετά να έχουν διάρκεια μικρότερη των τριών λεπτών, και μόνο το “Pain” να ξεπερνά τα 4 λεπτά. Ο δίσκος είναι συνολικά μικρότερος από 30 λεπτά, ένα σημάδι πως κάτι δεν πάει καλά. Τουλάχιστον τρία τραγούδια δεν γράφτηκαν από τον Cooper, που όμως θυμάται αρκετά από τη δημιουργία του άλμπουμ, σε αντίθεση με αυτά που ακολούθησαν.

Το “Special Forces” ακολούθησε τον Σεπτέμβριο του 1981, σε παραγωγή από τον Richard Podolor. Ακολουθεί και αυτό παρόμοιο μουσικό ύφος με αυτό του προκατόχου του αλλά με ένα στρατιωτικό θέμα που τονίζεται στο λογότυπο, και από το υλικό που μεταφέρεται και στην εμφάνιση του Cooper στην αντίστοιχη περιοδεία. Στην παρουσία του στο The Tomorrow Show του Tom Snyder για την προώθηση του άλμπουμ, έδειχνε επικίνδυνα αδύναμος. Κατάφερε βέβαια να περιοδεύσει στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Γαλλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά μάλλον περιφρόνησε συνολικά το νέο υλικό με ελάχιστα τραγούδια στο setlist των εμφανίσεων. Η περιοδεία για το “Special Forces”, που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1982, θα είναι και η τελευταία του Cooper για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, καθώς η κατάρρευση από την αυξανόμενη εξάρτηση στην κοκαΐνη θα τον περιορίσει σημαντικά.

Αμέσως με την ολοκλήρωση της περιοδείας, ο Cooper επέστρεψε στο στούντιο εκπληκτικά γρήγορα, παίρνοντας μαζί του το συγκρότημα της περιοδείας. Κάλεσε επίσης και τον παλιό του φίλο Dick Wagner για να τον βοηθήσει να γράψει και να παίξει στο άλμπουμ, αν και αυτός έφυγε πριν ολοκληρωθεί. Την παραγωγή ανέλαβαν ο μπασίστας Erik Scott και ο ίδιος ο Alice και το άλμπουμ είχε αρκετή ενέργεια, και συνέχιζε στο ύφος του “Special Forces” αλλά ίσως με μια μεγαλύτερη ακόμα επιρροή από  punk και new wave.

Ο Wagner έχει χαρακτηρίσει το δίσκο σαν “έναν εφιάλτη που προκλήθηκε από ναρκωτικά”. Ένιωσε χαρούμενος που έφυγε πριν καν τελειώσει το άλμπουμ και θεωρούσε ένα μικρό θαύμα που ο Cooper μπορούσε έστω να έχει κάποιους στίχους ή μια ιδέα, στην κατάσταση που βρισκόταν. Ο μπασίστας Erik Scott και ο Cooper συναντιόνταν συχνά τα βράδια και προγραμμάτιζαν τις ηχογραφήσεις, συζητώντας για την πρόοδο της διαδικασίας: όλες οι ηχογραφήσεις γίνονταν στη διάρκεια της μέρας, όταν επιχειρούσαν στο στούντιο να προσεγγίσουν τη συγκεκριμένη εντύπωση που είχε ο Cooper στο μυαλό του. Ο Scott θεωρούσε πως παρά τη νεκρή μνήμη του, υπήρχε μια συγκεκριμένη οργάνωση στη διαδικασία. Μαζί του ανέλαβε και την παραγωγή του άλμπουμ. Η Patti Donahue, τραγουδίστρια του new wave συγκροτήματος The Waitresses, προσκλήθηκε να προσθέσει “φωνητικά και σαρκασμό” στο τραγούδι “I Like Girls”.

Το “Zipper Catches Skin” κυκλοφόρησε τελικά στις 25 Αυγούστου 1982, μια pop punk ηχογράφηση με μια σειρά από ασυνήθιστα θέματα στους στίχους. Το αίμα στο εξώφυλλο ήταν πραγματικό, και προερχόταν από τον Brian Nelson, βοηθό του Cooper. Το άλμπουμ ήταν αφιερωμένο στον Barlow, τον βρικόλακα από το “Salem’s Lot” του Stephen King, που ήταν ο αγαπημένος τρομακτικός του ήρωας. Τόσο το άλμπουμ, όσο και τα δυο singles, “I Am The Future” και “I Like Girls” δεν απασχόλησαν καθόλου τα charts.

Το 1983 σηματοδότησε την επιστροφή της συνεργασίας του με τον παραγωγό Bob Ezrin, αλλά  και τον κιθαρίστα Dick Wagner για το στοιχειωμένο έπος DaDa, το τελευταίο στούντιο άλμπουμ στο συμβόλαιό του με τη Warner Bros. Κυκλοφόρησε στις 28 Σεπτεμβρίου 1983, και το εξώφυλλό του βασίστηκε στον πίνακα του Salvador Dali, “Slave Market with the Disappearing Bust of Voltaire”. Ο Wagner είχε πει πως ο Cooper είχε υποτροπιάσει και στον εθισμό του στο αλκοόλ, και αντιμετώπιζε το δίσκο σαν την αναγκαία εκπλήρωση της σύμβασης με τη Warner Bros, η οποία δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη και κατά συνέπεια δεν το προώθησε καθόλου. Για τον ίδιο τον Cooper, το DaDa ήταν το πιο τρομακτικό άλμπουμ που είχε κάνει ποτέ, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Η φιλοδοξία ενός concept άλμπουμ με πρωταγωνιστή έναν χαρακτήρα με το όνομα “Sonny” υπηρετείται περιστασιακά. Είναι βέβαια άξιο απορίας, μέσα σε αυτή την πυκνή ομίχλη αμνησίας, πως έγραψε το μακάβριο “Former Lee Warmer” με την έξυπνη αναφορά στη Warner, πως ζωντάνεψε υπαρκτά πρόσωπα σαν τις πραγματικές σερβιτόρες του υπέροχου “Scarlet and Sheba”. Ίσως οι αναμνήσεις του Wagner φωτίζουν αρκετά το ηχητικό αποτέλεσμα: “ η συγγραφή και η ηχογράφηση των τραγουδιών για το “Da Da” ήταν μια εποχή εμπνευσμένης δημιουργικότητας και συντροφικότητας μεταξύ του Alice, του Bob και εμένα. Το μόνο πράγμα που με εμποδίζει να πω ότι το “Da Da” ήταν η αγαπημένη μου ηχογράφηση είναι ο κρύος καιρός στο Τορόντο. Δεν είναι πραγματικά η αγαπημένη μου ηχογράφηση, αλλά σίγουρα το αγαπημένο μου άλμπουμ με τον Alice Cooper. Μια εσωτερική έκσταση.” Ο Ezrin ανέλαβε μαζί με τον Wagner να επουλώσει τις πληγές της συγκυρίας και έκανε σπουδαία δουλειά στις ενορχηστρώσεις και τον προγραμματισμό στα τύμπανα, με δεδομένη την απουσία ντράμερ. Πιθανώς, επειδή ηχογράφησε το άλμπουμ στην πατρίδα του, τον Καναδά, η Liz DalBello, της οποίας το “Gonna Get Close To You” επέλεξαν να διασκευάσουν οι Queensryche στο άλμπουμ “Rage For Order” του 1986, αναφέρεται να συμμετέχει στα δεύτερα φωνητικά. Το DaDa είναι ένα άλμπουμ που ο χρόνος του χάρισε την εντυπωσιακή ανατροπή από την απόλυτη απαξίωση στον θαυμασμό και την αγάπη. Κανένα από τα τραγούδια του DaDa δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά.

Μόλις κυκλοφόρησε το Da Da η γυναίκα του Cooper, η Sheryl είχε εξαντλήσει τα περιθώριά της. Τρομοκρατήθηκε βλέποντας τον άντρα της να πεθαίνει κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια της και ένιωσε αβοήθητη. Ξεκίνησε διαδικασίες διαζυγίου και μετακόμισε με τον γιο τους Calico στο Σικάγο. Ο Alice απέμεινε ολομόναχος με ένα βουνό κοκαΐνης και ένα όπλο. Είχε πιάσει πάτο. Επέστρεψε στην οικογένειά του στο Φοίνιξ και έκανε εισαγωγή αμέσως στο νοσοκομείο, εθισμένος και στο αλκοόλ, με κίρρωση του ήπατος . Όταν βγήκε τελικά τον Φεβρουάριο του 1984, ήταν καθαρός. Κάλεσε τη Sheryl στο Σικάγο και εκείνη δέχτηκε επιφυλακτικά να επιχειρήσει μια συμφιλίωση. Χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια για να αναρρώσει πλήρως και να επιστρέψει στη σκηνή και στο στούντιο με το άλμπουμ “Constritor” to 1986.

Η περίοδος των Blackout Albums, πέρα από το καθαρά βιογραφικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, αποτελεί μια ξεχωριστή δημιουργική περιπέτεια για τον δημιουργό τους. Ακόμα και μέσα από τα εμπόδια των ουσιών, ο Cooper δοκίμασε νέες διαδρομές και έμειναν τραγούδια και δίσκοι που εκτιμήθηκαν δίκαια και με ψυχραιμία όταν η σκόνη έφυγε οριστικά.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 830 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.