Πίσω στο μακρινό πια 1988, κάπου στη νότια Αγγλία, ο κιθαρίστας Karl Groom και ο μπασίστας Jon Jeary, που συνήθιζε να τραγουδά τότε, σχηματίζουν μια μπάντα διασκευών.
Με ένα περίεργο τρόπο, που αργότερα θα σχηματοποιήσει και τη φύση του ήχου τους, οι βασικές επιρροές τους άγγιζαν δύο ετερόκλητα άκρα, την μεσαία περίοδο των Testament αλλά και το μελωδικό, ραδιοφωνικό hard rock των Ratt, καθώς ο κιθαρίστας των τελευταίων, Warren De Martini αποτελούσε μεγάλη επιρροή για τον Groom.
Κάποια στιγμή ήρθε και η δημιουργική διαδικασία των πρώτων δικών τους τραγουδιών που κατέληξε στην τοπική κυκλοφορία ενός demo-tape με το όνομα “If Not, Why?”. Όμως η πρώτη επίσημη ηχογράφηση που έφερε το όνομα “Threshold” ήταν το τραγούδι “Intervention”, με στιχουργικές αναφορές στον πόλεμο της Βοσνίας και συμπεριλήφθηκε σε μια ολλανδική συλλογή.
Βρισκόμαστε πια στο 1992 και το γκρουπ υπογράφει το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο με την GEP, μορφοποιώντας παράλληλα και τη σύνθεσή του: πέραν των Groom και Jeary, του κιθαρίστα Μick Midson και του ντράμερ Tony Grinham, έρχονται οι πολύ σημαντικές προσθήκες του τραγουδιστή Damian Wilson, που ήδη έχει ηχογραφήσει με το progressive rock σχήμα των Landmarq το ντεμπούτο τους, “Solitary Witness”, αλλά και του πληκτρά Richard West. O τελευταίος συμμετείχε σαν session μουσικός στα keyboards στο σχήμα του Groom με τον Clive Nolan των Pendragon, τους Shadowland. Μετά την προσχώρησή του στους Threshold, σχηματίζει άμεσα ένα ιδανικό συνθετικό δίδυμο με τον Groom, που ουσιαστικά οδηγεί τη μουσική διαδρομή του γκρουπ μέχρι σήμερα.
Το ντεμπούτο τους, με τον προφανή οικολογικό υπαινιγμό και βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Stephen R. Donaldson, κυκλοφόρησε τελικά την 1η Σεπτεμβρίου του 1993: οχτώ τραγούδια και συνολική διάρκεια σχεδόν 58 λεπτά σύστησαν τους Threshold στο κοινό με τον ατυχή μάλλον χαρακτηρισμό της “αγγλικής απάντησης στους Dream Theater”. Είναι βέβαια γεγονός πως η σύμπραξη των Groom και West με τον Nolan στους Shadowland, πρόσθεσε επιμέρους στοιχεία, τόσο στην συνθετική κατεύθυνση του πυρήνα τους όσο και στον τελικό ήχο.
Με την παραγωγή του Karl Groom η τελική εντύπωση περιγράφεται από πολλούς με εκφράσεις όπως “Metallica meets Yes”, ή “protothrash meets neoprog”, υπερτονίζοντας ακριβώς αυτόν τον συνδυασμό δύναμης και μελωδίας με έναν ιδιαίτερο τρόπο που κατεύθυνε τις συνθέσεις σε μια ελκυστική και ομαλή ροή, ενισχυμένη πάντα από εξαιρετικές, “φιλικές” φωνητικές αρμονίες. Όσα επιμέρους ιδιώματα και διαθέσεις του σκληρού ήχου και αν υπηρετούνται στα τραγούδια του “Wounded Land”, από το doom ύφος του “Days of dearth”, μέχρι τη σχεδόν ραδιοφωνική αμεσότητα του “Paradox”, από την ανατολίτικη επική διάθεση του “Siege of Baghdad” ως την ακουστική απλότητα του “Keep it with mine”, αναπτύσσεται αισθητά ο χαρακτήρας τους και καθορίζεται συνολικά με ευδιάκριτο και συγκεκριμένο τρόπο.
Το πρώτο άλμπουμ τους αποτελεί αναμφισβήτητα και την πυξίδα της εξέλιξης μέσα από τη διαδρομή τους. Πέρα από το γεγονός πως περιέχει κάποια από τα πολύ αγαπημένα τραγούδια των πιστών ακολούθων τους, όπως το εναρκτήριο “Consume to live”, ή το πληθωρικό δεκάλεπτο “Sanity’s end”, οριοθετεί με μια αδιευκρίνιστη δύναμη το ιδιαίτερο ηχητικό τους οροπέδιο αλλά και τη συνεχή θεματική σοβαρότητα στους στίχους.
Επιλέγοντας να ντύσουν τη μουσική τους με νύξεις για την περιβαλλοντική καταστροφή, τον πόλεμο του κόλπου και την εξάρτηση των ναρκωτικών, ενόχλησαν κάποιους με τον ελαφρά διακριτό αριστερό αέρα που διατρέχει το “Wounded Land”. Άλλοι τους κατηγόρησαν για εφηβική αφέλεια στη διατύπωση, μάλλον άδικα: τα δυνατά θέματα είναι αυτόφωτα και δεν απαιτούν ποιητικές υπερβολές, ενώ πρέπει να τους αναγνωρίσει κανείς την οικολογική συνείδηση σε μια εποχή που το θέμα δεν είχε γίνει μόδα.
Συνολικά το άλμπουμ πραγματικά περιγράφει έναν πλανήτη στον οποίο ο εξαντλητικός καταναλωτισμός και η βιομηχανική ρύπανση καταστρέφουν την βιoσφαίρα και τους φυσικούς πόρους του, μια κοινωνία που ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους οδηγώντας τους στη φτώχεια και μια εξουσία που ελέγχει τους ανθρώπους με ναρκωτικά και φανταστικές αποδράσεις και τους στέλνει να πεθάνουν σε περιττούς πολέμους.
Η λυρική προσέγγιση της σπουδαίας φωνής του Wilson ζωντάνεψε ιδανικά τα απαιτητικά αυτά θέματα. Βέβαια ο ίδιος, λίγο πριν το γκρουπ βγει σε περιοδεία, τους εγκατέλειψε επειδή του προσφέρθηκε ένα συμβόλαιο για ένα σχήμα με το όνομα “Lasalle”, το άλμπουμ του οποίου ατυχώς δεν κυκλοφόρησε τελικά ποτέ. Αντικαταστάθηκε μόλις για ένα άλμπουμ από τον Glynn Morgan και επέστρεψε στο “Extinct Instinct” του 1997… για να ξαναφύγει. Ο δε Morgan, όπως είναι πια γνωστό, αντικατέστησε πρόσφατα τον Wilson και τραγουδά στο τελευταίο τους άλμπουμ “Legends Of The Shire”.
Το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε δύο φορές: την πρώτη, το 2001 από την “Inside Out” με bonus track το “Intervention” εκείνης της ολλανδικής συλλογής, και τη δεύτερη, το 2012 από τη Nuclear Blast, με επιπλέον τραγούδια, πλην του “Intervention”, τα “Conceal the face” και “Shifting sands”.
27 χρόνια μετά, το “Wounded Land”, χωρίς πιθανά να είναι το καλύτερο ή το πιο πετυχημένο άλμπουμ των Threshold, συνεχίζει να αποκαλύπτει τις σεβαστές και σχεδόν μόνιμες συντεταγμένες των Άγγλων progsters. Και όσο σκοτάδι κι αν παραμονεύει στη διάρκειά του, έχει φυλάξει για το τέλος μία πιο φωτεινή και αισιόδοξη υπαρξιακή προτροπή και την ανάγκη για αλλαγές, αυτή του “Keep it with mine”:
“If you walk around with both your eyes open/don’t let them know your heart is broken…”