Θα ήθελα πολύ να μπορώ να γράψω, στις παρακάτω γραμμές, για το πόσο όμορφα πέρασε ο κόσμος τη 1η μέρα του Release Festival, με headliners τους θρυλικούς Bauhaus. Να μπορούσα να μεταφέρω μια καταπληκτική ατμόσφαιρα, ώστε να το νιώσουν και όσοι δεν βρέθηκαν στη Πλατεία Νερου το βράδυ της 8ης Ιουνίου, αλλά και να φέρω ωραίες αναμνήσεις σε όλους όσους είμασταν εκεί.
Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δε μπορώ να γράψω όλα αυτά τα όμορφα που συμβαίνουν σε μια συναυλία. Σε μια επιτυχημένη συναυλία. Δε μπορώ να το κάνω γιατί, πολύ απλά, η 1η μέρα του Release Athens Festival 2022 δεν ήταν μια επιτυχημένη συναυλία. Δεν ήταν μια καλή μέρα. Και θα σας πω παρακάτω τι εννοώ. Αφού πρώτα διευκρινήσω ότι, ότι διαβάσετε εδώ, είναι καθαρά δικές μου απόψεις και, ίσως, ακόμα και εδώ σε αυτό το περιοδικό, κάποιος να έχει κάποια άλλη γνώμη, όπως, ενδεχομένως, κι εσύ που διαβάζεις αυτό το κείμενο.
Επίσης, δε θα ήθελα να φανεί σαν το live report. Απλά να αναφέρω ότι οι Βέλγοι Deus ήταν πολύ καλοί, βγάζοντας αρκετή ενέργεια και παίζοντας κομμάτια από το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας τους. Αν με ρωτάς, θα ήθελα να παίξουν περισσότερο ή και μόνο από τα 3 πρώτα album τους. Οι JAMC, ήταν ακριβώς όπως τους περίμενα. Βρετανικός indie ήχος, αρκετά υποτονικό live για τα δεδομένα της ημέρας, αλλά και για τη δική μου διάθεση. Φάνηκε να έχουν και κάποια θέματα με τον ήχο. Και αυτοί.
Και κάπου εδώ, φτάνουμε στο κυρίως πιάτο. Μόνο που το κυρίως πιάτο ήταν σαν να μη το είχε περιποιηθεί κανείς για να του δώσει την ένταση και τη λάμψη που θα του έπρεπε. Οι Bauhaus βγήκαν στη σκηνή γύρω στις 23:20. Με ένα διψασμένο κοινό από κάτω, να περιμένει εδώ και 2 χρόνια αυτή τη βραδιά. Δε θα σταθώ στο setlist. Θα πάω κατευθείαν στο “ζουμί”. Λοιπόν, η συναυλία των Bauhaus στην Αθήνα ήταν πολύ κατώτερη του μεγέθους της μπάντας αλλά και της διοργάνωσης. Ίσως, και για καλή τύχη της διοργανώτριας, να φέρει τη μικρότερη ευθύνη σε αυτό που ακολούθησε, αφού, θεωρητικά, έχει καλύψει όλες τις ανάγκες της μπάντας και, έτσι, μπορεί κάποιος να πει ότι δεν φέρει ευθύνη. Αλλά εδώ έχω την ένσταση μου. Όταν είναι το προϊόν σου, και για να πάω στο παράδειγμα με το κυρίως πιάτο, εάν ο chef στο μαγαζί σου δεν είναι σε καλή βραδιά, τι κάνεις? Κάθεσαι και περιμένεις να πλακωθεί με το υπόλοιπο προσωπικό, και να “καει” έτσι όλη η βραδιά? Μάλλον όχι! Άρα έχει και η διοργώνατρια μερίδιο της ευθύνης.
Πάμε πίσω στο live των Bauhaus, οι οποίοι, μετά τα 2 πρώτα τραγούδια, είναι ολοφάνερο ότι κάτι δεν τους βγαίνει σωστά. Αρχίζουν τα προβλήματα με τον ήχο, και κατά κύριο λόγο τα προβλήματα στο μικρόφωνο και στα αυτιά του Peter Murphy. Και πριν, πω κάτι περισσότερο σχετικά με αυτό, να σημειώσω εδώ την καταπληκτική απόδοση των υπολοίπων Bauhaus. Του David J. του Kevin Haskins και φυσικά και πάνω, ίσως, από όλους, του καταπληκτικού Daniel Ash. Ο Danny ήταν πάνω στη σκηνή ένας πραγματικός punk, ένας goth rocker. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ποιος είναι, τι κάνει και που βρίσκεται. Με το στήσιμο του, το παίξιμο του, τη συμπεριφορά του προς τη μπάντα και τον κόσμο, ήταν μια καταπληκτική persona και επιβλητική παρουσία πάνω στη σκηνή.
Ο Peter Murphy από την άλλη… Χωρίς να αγνοώ, αφενός, τον χαρακτηρισμό του ως “goth ντίβα”, και αφ’ ετέρου το ότι είναι αυτός που γνωρίζουμε, όντας από τους “ογκόλιθους” του goth rock/dark wave/post-punk, ο Peter Murphy φάνηκε να μη μπορεί να σταθεί αντάξιος του ονόματος των Bauhaus. Και το λέω με πλήρη επίγνωση του ποιος είναι ο frontman των Bauhaus και χωρίς καμία διάθεση να μειώσω όλα όσα έχει δημιουργήσει, όχι μόνο με τη μπάντα, αλλά και στη συνολική του πορεία. Και για να προλάβω κάποιους, ναι, πάνε πολλά χρόνια όπου ο Peter Murphy φάνταζε ικανός να βγάλει ένα ολόκληρο show με μια ανάσα και κρεμασμένος ανάποδα σαν πραγματική νυχτερίδα. Και λαμβάνω υπ’ όψη, όλες τις παραξενιές ενός πολύ περίεργου χαρακτήρα, ενός καλλιτέχνη που θέλει να δουλεύουν όλα στην εντέλεια. Άλλωστε μπορεί να μην ήμουνα στο γήπεδο του Σπόρτιγκ το 1983, γιατί τότε μάθαινα ότι 1+1=2, αλλά είχα την τύχη να τους δω άλλες 4 φορές (τις 2 με αυτή τη σύνθεση) πριν το βράδυ της Τετάρτης. Από το reunion τους κι έπειτα. Σε καμία από αυτές, λοιπόν, όσα προβλήματα και αν υπήρχαν δεν υπήρξε τέτοια συμπεριφορά.
Μετά το 2ο τραγούδι λοιπόν, ξεκίνησε η γκρίνια και ο εκνευρισμός από τη πλευρά του σχετικά με τον ήχο. Από τo μικρόφωνο του, μέχρι τα In Ear ακουστικά του. Τα παράπονα του Peter γινόντουσαν ολοένα και πιο έντονα και τα πυρά του είχαν συγκεκριμένο στόχο. Τον ηχολήπτη στο stage. Εδώ να διευκρινίσω ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε τέτοιου μεγέθους συναυλίες, οι μπάντες έχουν το δικό τους crew και δικούς τους ηχολήπτες. Έτσι, πολύ γρήγορα τα παράπονα μετατράπηκαν σε προτροπή, προς την υπόλοιπη μπάντα, να παραλείψουν κάποια από τα τραγούδια του setlist. Κάπου εκεί άρχισε να φαίνεται ότι το πανηγύρι θα τελειώσει σύντομα και άδοξα.
“Danny, I am not doing this song, we go into “Parties”, I don’t want to do this.”
Ο κόσμος έχει αρχίσει να παγώνει και να μουδιάζει. Χάρη στις παρεμβάσεις του Daniel Ash η συναυλία συνεχίζεται, αλλά, μαζί της και η μεταμόρφωση της βραδιάς σε κάτι άλλο. Ο “chef” έχει ξενερώσει με τα υλικά που του έχουν δώσει να μαγειρέψει και τα χώνει στους βοηθούς του, λίγα λεπτά πριν παρατήσει τη κουζίνα και φύγει. Και αφού έχει ρίξει την ευθύνη σένα από τους σημαντικότερους βοηθούς του. Εν προκειμένω στον ηχολήπτη.
“Goodnight… It’s your fault, I’m done”
Εκεί αναλαμβάνει ο Daniel Ash να μπει μπροστά και να κάνει το κλείσιμο του μαγαζιού, και με φανερή τη μεγάλη του προσπάθεια, να ικανοποιήσει έστω και την τελευταία στιγμή τον κόσμο, καταφέρνοντας να κλείσει η συναυλία για τους Bauhaus, με ένα πολύ μεγάλο χειροκρότημα και ένα μπράβο για τους υπόλοιπους τρεις.
Κι επειδή θέλω να είμαι δίκαιος, εννοείται ότι, ο ηχολήπτης δεν τα άκουσε χωρίς λόγο. Προφανώς και έχει τεράστια ευθύνη. ‘Ισως τη μεγαλύτερη, εφόσον θεωρηθεί ότι το πρόβλημα ήταν καθαρά τεχνικό, και ήταν ο άνθρωπος στον οποίο στηρίζεται η μπάντα για να έχει ακριβώς το αποτέλεσμα που θέλει. Και όταν ο τραγουδιστής εκφράζει αυτά τα προβλήματα, μερικές φορές (δυστυχώς) όχι και με τον καλύτερο τρόπο, πρέπει να μπορείς να ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις της στιγμής. Του live. Της ζωντανής εμφάνισης. Όπου όλα είναι δυναμικά, ρευστά και μπορεί πάντα να πάει κάτι στραβά. Για αυτό όμως πληρώνεσαι. Για αυτό είσαι στο crew των Bauhaus.
Για να ολοκληρώσω, κατά τη γνώμη μου οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν και στις τρεις πλευρές. Τη διοργανώτρια, η οποία δε φρόντισε στη δύσκολη στιγμή να προστατέψει το προϊόν της και τον κόσμο που είναι αυτός ο οποίος θα συνεχίσει (ίσως) να στηρίζει το festival. Τον Peter Murphy για την συμπεριφορά του προς τους υπόλοιπους συντελεστές. Συμπεριφορά με την οποία και δίκιο να έχει, εύκολα το χάνει και γυρνάει η ευθύνη σε αυτόν. Αλλά κυρίως με τη συμπεριφορά του απέναντι στο κόσμο. Σε έναν κόσμο που μέχρι τη τελευταία στιγμή ήταν άψογος. Εκτός από μεμονωμένα περιστατικά κάποιων αγανακτισμένων. Και, τέλος, τον ηχολήπτη και όποιον τεχνικό θα έπρεπε να έχει φροντίσει για τη διεξαγωγή του live χωρίς προβλήματα. Απλά κάνοντας σωστά τη δουλειά του.
Αν με ρωτάτε τι κρατάω από αυτό το live, θα έλεγα με σιγουριά την εμφάνιση του Daniel Ash, τον επαγγελματισμό των David J. και Kevin Haskins, την υπομονή του κόσμου και φυσικά τις πολύ όμορφες στιγμές που πέρασα με πολλούς φίλους, τους οποίους είχα να δω αρκετό καιρό, και κάποιους τους οποίους γνώρισα σε αυτή τη συναυλία.
Υ.Γ.: Μετά τη σύνταξη του παραπάνω κειμένου, άρχισε η ανταλλαγή ανακοινώσεων από τις 2 πλευρές, οι οποίες φέρουν την ευθύνη. Δε θα αναφέρω το περιεχόμενο των ανακοινώσεων καθώς ο καθένας μπορεί να τις διαβάσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.