KING WITCH: “III”

Υπάρχουν πολλές φορές που στο άκουσμα της είδησης μιας νέας κυκλοφορίας, υποπτεύεσαι ότι έχεις να κάνεις με κάτι αθεράπευτα ποιοτικό και αυτό δεν είναι μόνο αυθαίρετη διαίσθηση, αλλά βάσιμη υποψία που προκύπτει από τα καλώς καμωμένα πρώτα δείγματα της μπάντας. Μετά το EP του 2015 και τα δύο album στα 2018 και 2020 με τα οποία πρωτοσυστήθηκαν, οι KING WITCH, πέρασε αρκετός καιρός, για να ωριμάσουν όλα τα γόνιμα στοιχεία που ελλόχευαν στον πυρήνα του DNA τους.

Το τρίο από το Εδιμβούργο με τους Jamie Gilchrist στην κιθάρα, τον Rory Lee στο μπάσο και την Laura Donnelly, ενώθηκε με τον session drummer Andrew Scott και το τρίτο album μετά την πεντάχρονη αναμονή έγινε πραγματικότητα. Παρά την χρονική απόσταση με την τελευταία τους δουλειά, δεν φαίνεται να απομακρύνονται αισθητά ούτε στο ύφος αλλά ούτε και στα παγιωμένα μουσικά τους χαρακτηριστικά. Το στιβαρό heavy metal με τις έντονες doom προεκτάσεις κυριαρχεί, με πιο αραιά διάσπαρτα hard rock, grunge και stoner στοιχεία. Κι ενώ στη μεγάλη εικόνα έρχονται μνήμες από Black Sabbath και Candlemass, δεν παραβλέπουμε τις έντονες Soundgarden αλλά και Grand Magus επιρροές που αναδύονται με περίσσεια αυτοπεποίθηση στο προσκήνιο.

Το “III” αποτελείται από 8 κομμάτια και διαρκεί 44 περίπου λεπτά, αρκετά να ξεδιπλωθεί ένας δημιουργικός οίστρος, που πατάει πάνω σε συμβατικά μονοπάτια αλλά καταφέρνει χωρίς να κουράζει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον. Με τα βαριά και ογκώδη riif να δομούν τις μελωδικές κατευθύνσεις, το μπάσο να προσθέτει βάθος και πυγμή και τα τύμπανα να κρατάνε ακέραια την δυναμική υφή που ελάχιστα ξαποσταίνει, σχηματοποιείται το ορχηστρικό κομμάτι. Και σαν κερασάκι στην τούρτα, τόσο επιβλητικό που κοντεύει να υποσκελίσει κάθε παράμετρο που το συντροφεύει, μια αδιανόητη φωνητική ερμηνεία ανεβάζει επίπεδα κι εντυπωσιάζει με το ανεξάντλητο εύρος της.

To “Suffer in Life” ξεχύνεται με ενθουσιώδη ρυθμό και παρά το αγριεμένο ύφος του και τις απανωτές εκρήξεις, κινείται περισσότερο σε hard rock κατευθύνσεις, καθώς η όμορφη groovy αισθητική διατηρεί την ζωντάνια του κομματιού αμείωτη. To heavy doom rock του “Deal with the Devil” ακολουθεί, με το πολύπλευρο ταλέντο της Laura πότε να βγάζει συναίσθημα και πότε τραχύ σφρίγος, δίπλα σε ένα βαρύ και ασήκωτο riff που θέτει την βάση εξέλιξης, μαζί με bluesy πινελιές και εναλλασσόμενα solo. Χωρίς να μεταβληθούν οι ορμητικές διαθέσεις έρχεται το “Swarming Flies”, με τις κιθάρες να οργιάζουν με αλλεπάλληλα riff και καινοτόμες μεταβάσεις να διατηρούν τους φρενήρεις ρυθμούς.

Οι ταχύτητες επιβραδύνουν (“Sea of Lies”) χωρίς να μειώνουν την σφοδρή έκφραση, με μια grunge οπτική και μετουσίωση που κυλά σπαρακτικά, αφήνοντας το δικό τους ξεχωριστό ίχνος. Συνέχεια με ακουστική κιθάρα για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, στο πιο ανάλαφρο άσμα (“Behind the Veil”) του album, που ταξιδεύει στην πορεία με solo περιπλανήσεις ηλεκτρικής κιθάρας, κορυφώνεται λίγο πριν ολοκληρωθεί με εκρήξεις θυμού και απανωτά συναισθηματικά ξεσπάσματα. Τα κοφτά riff επανέρχονται για να μας εισάγουν στο “Diggin in the Dirt” και να δώσουν επιπλέον ώθηση στο γνώριμο σκηνικό ατόφιας δύναμης, με ένα πιασάρικο και εύπεπτο ρεφρέν που εξελίσσεται απρόσκοπτα προδιαθέτοντας σε αρκετά σημεία για headbanging.

Η ατμόσφαιρα καταπραΰνεται εκ νέου με ένα σύντομο αλλά καθολικά ακουστικό κομμάτι («Little Witch”), που δίνει τη δυνατότητα στην Laura να παρουσιάσει αρκετές ακόμη αρετές της πολύπλευρης φωνητικής της κλάσης και προετοιμάζει με ήπιες “μεθόδους” τον ξέφρενο επίλογο. Το “Last Great Wilderness” ένας καθαρόαιμος doom ύμνος, τοποθετεί τους τίτλους τέλους με τον ιδανικότερο τρόπο. Με οκτώ λεπτά διάρκεια, ικανά να σε βαλτώσουν ευχάριστα στις αργές τυμπανοκρουσίες και τις ογκώδεις κιθάρες, με αρκετά ξεσπάσματα ψυχικού αποθέματος και ανατριχιαστικές κραυγές που καταστρέφουν την περιστασιακή γαλήνη.

Το “III” των King Witch, αποδεικνύει ότι η προσφυγή σε ευφάνταστες ιδέες κι εμπνεύσεις υπερβολής δεν είναι προαπαιτούμενα για να δημιουργήσεις ένα αξιοπρόσεκτο album. Αρκεί να ενδοσκοπήσεις στα ωφέλιμα χαρακτηριστικά της δικής σου μουσικής ιδιοσυγκρασίας και με όχημα κάθε ταλαντούχα πτυχή που υποβόσκει, να τα αναδείξεις με αυθεντικό τρόπο. Με φρεσκάδα και θυελλώδη ορμή λοιπόν, διασχίζουν διαδρομές οικείες χτίζοντας πάνω σε κλασικές metal προϋποθέσεις, που κατακλύζονται από doom ομοβροντίες διαμορφώνοντας ένα έξοχο για το είδος του “έργο”.

Είδος: Heavy/Doom metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Listenable Records  
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 27 Ιουνίου 2025

facebook
bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Καπετανόπουλος 69 Articles
Μόλις άνοιξε τα μάτια κατάλαβε ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψει στην άβυσσο από την οποία προήλθε. Μόνο η τέχνη θα μπορούσε να κάνει υποφερτό το ενδιάμεσο φωτεινό διάστημα. “Εικόνες και λέξεις” για την “γη της επαγγελίας” άκουγε περιπλανώμενος στους “δρόμους” πολλές φορές “αιμορραγώντας”, ψάχνοντας πάντα να βρει την “τέλεια συμμετρία”. “Φοβούμενος το φως του ήλιου” θα αφουγκραστεί το “κλάμα των αγγέλων” και τα “πουλιά της νύχτας”, ενώ “κινούμενες εικόνες” θα “ρέουν” σαν “σκηνές από μια ανάμνηση”. Σαν “ευγενής βάρβαρος” θα συναντήσει τον “πρίγκιπα στην γραμμή της φτώχειας” και θ’ αντιληφθεί ότι οι “νεκροί μπορούν να χορέψουν” ακόμη και υπό το “φόβο του σκοταδιού”. Ο “παράδεισος και η κόλαση” είναι εδώ θα ψελλίσει όταν η “πτώση των καρδιών” θα οδηγήσει στο “βαθύ τέλος”.