Χωρίς αμφιβολία διανύουμε μια από τις καλύτερες περιόδους στην ιστορία του εγχώριου metal και αυτό δεν το μαρτυρά μόνο ο αριθμός των κυκλοφοριών, αλλά και η ποιότητα πολλών εξ αυτών. Λίγο πριν μας αποχαιρετήσει το 2024, ένα ακόμη άξιο αναφοράς άλμπουμ κυκλοφορούν οι νεοσύστατοι Arysithian Blade με τίτλο “Iriath”.
Μπάντα που δημιουργήθηκε από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους, Χρήστο Παπαδάκη (Afterimage, Ominous Sky) στα φωνητικά, Γιάννη Ακτύπη (Protean Shield) στις κιθάρες και τον προγραμματισμό και Πέτρο Βασιλειάδη (Protean Shield) στο μπάσο.
Από τον πίνακα ζωγραφικής του εξωφύλλου, μια δημιουργία που ανήκει στον Αναστάσιο Καραπαπάζογλου (με θητεία σε αρκετές μπάντες από τις αρχές του 2000), υποψιαζόμαστε ποια μονοπάτια έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν οι Arysithian Blade. Ο κόσμος του “φανταστικού”, που βρήκε χαραμάδα και από την λογοτεχνία παρεισέφρησε στη μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος έκφρασης στο progressive rock και αργότερα πιο εμφατικά στο heavy metal, είναι αυτός που ξεδιπλώνεται με το “Iriath”. Ένα concept άλμπουμ (με στιχουργό τον Παπαδάκη), μια μυθοπλασία που ζωντανεύει εποχές μαγείας και αναβιώνει κατορθώματα ηρώων, διαδραματίζεται σε μυστικές πολιτείες και τόπους καταδικασμένους στη λήθη του χρόνου.
Στις πιο κυρίαρχες “εκδοχές” της ηρωικής φαντασίας στο χώρο του metal, συναντήσαμε την ωμή δύναμη της “σχολής” Robert Howard από τη μια (με κυριότερους εκφραστές τους Manowar) και από την άλλη μια πιο “εξευγενισμένη” έκφανση, αυτήν του Michael Moorcock, που μετουσίωσαν πιο πειστικά οι Warlord και φαίνεται να είναι ο άξονας πάνω στον οποίο κινούνται και οι Arysithian Blade. Πέραν της προαναφερθείσας αφετηρίας, μια πληθώρα επιρροών που φέρνουν στο νου άλλοτε Wishbone Ash και Rush και άλλοτε πρώιμους Fates Warning και Crimson Glory, βγαίνουν περιστασιακά στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια ακρόασης του άλμπουμ.
Από τις πρώτες πάντως νότες του ομώνυμου κομματιού (“Iriath”), γίνεται αντιληπτό ότι η διάθεση της μπάντας είναι να αντλήσει μοτίβα και παραστάσεις από την ατμόσφαιρα των 80’, αδιαφορώντας για όσα προστάζουν οι καιροί, σχηματίζοντας την δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Ο λυρισμός που αναβλύζει πλουσιοπάροχα είναι παρόντας και στο “Riders of Nimir” που ακολουθεί, χωρίς να μεταβάλλεται το διαμορφωμένο εξ αρχής πλάνο, που ενσαρκώνει το μαχητικό πνεύμα και το αδιάκοπο αίσθημα ελευθερίας του ήρωα. Η εικόνα που σχηματίζεται έχει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, με ένα εμβληματικό δίπολο να διαπερνά όλη την ραχοκοκαλιά του άλμπουμ. Από τη μια η εκφραστική δεινότητα στα φωνητικά, που εξωτερικεύουν ψυχικό σθένος και πυγμή με μια χροιά “συναισθηματική” (πέραν του δέοντος κάποιες φορές), απόλυτα συμβατή με το ύφος των κομματιών και από την άλλη ένας οργασμός κιθαριστικών εμπνεύσεων με μελωδικά riffs που δίνουν τον τόνο και καινοτομικών εναλλαγών που απογειώνουν τις συνθέσεις, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για μονότονα διαλείμματα. Η άψογα συντονισμένη εναλλαγή τους σε ρόλο πρωταγωνιστή, είναι αυτήν που εγγυάται και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Χωρίς πάντως να περιορίζεται σε ρόλο “κομπάρσου” το μπάσο, δεν είναι απλά ένας τίμιος στυλοβάτης, αλλά συχνά πυκνά μπαίνει σε θέση οδηγού ακολουθώντας παραγωγικές “διαδρομές” που εμπλουτίζουν τον ήχο.
Το αγνό καυτό ατσάλι χύνεται αργά κι ευλαβικά με το “Crescent of the Two Moons”, για να κορυφωθεί βαθμιαία με αλλεπάλληλα σόλο κιθάρας ενώ το “Dragonsword” εισέρχεται σαν ορμητικός χείμαρρος, για να έρθει να ισορροπήσει με ένα ακόμη εύηχο και ταυτόχρονα διαπεραστικό ρεφρέν κάπου στη μέση του “ταξιδιού”.
Τα πνεύματα ηρεμούν παροδικά με ένα ακουστικό καταπραϋντικό άσμα (“Temples Of Obsidian Moonlight”), που χαρακτηρίζεται από την ακμαία και ταυτόχρονα γαλήνια αφηγηματική απόδοση στα φωνητικά, οι σφυγμοί πέφτουν αισθητά και μια ευκαιρία για περισυλλογή αχνοφαίνεται. Ακολουθεί το “Arysithian Blade” σχεδιασμένο να προσφέρει στιγμές βαθιάς συγκίνησης κι έντονης συναισθηματικής φόρτισης, μια άκρατη γλυκιά μελαγχολία διαχέεται στην ατμόσφαιρα “παγιδεύοντας” τις διαθέσεις.
Η καταιγιστική ακολουθία επικών “συλλήψεων” συνεχίζεται με το “Crystal Of Eaaren Zynn” αδιάλειπτα, οι ταχύτητες έχουν ανεβεί και ξέφρενοι ρυθμοί ισοπεδώνουν, λίγο πριν ο άθλος ολοκληρωθεί. Παραδίδεσαι στην εξέλιξη μιας μάχης που μαίνεται (“In the Name Of Eseth”), πάντα μια αίσθηση ματαιότητας και αγωνίας για το αναπόφευκτο καιροφυλακτεί, χωρίς όμως να υποστέλλει τα λάβαρα που κυματίζουν αγέρωχα ούτε το σπαθί που κραδαίνεις θαλερά. Όλοι αυτοί οι μελιστάλαχτοι ήχοι νοσταλγίας, που πηγάζουν κυρίως από μια κιθάρα που πότε “θρηνεί” και πότε “επιτίθεται”, θα εξασθενίσουν σταδιακά για να “πνιγούν” από πολεμικές ιαχές, κραυγές και απανωτές κλαγγές όπλων.
Σε μόλις 36 λεπτά, οι Arysithian Blade καταφέρνουν με μια πανδαισία συνθέσεων να ζωντανέψουν ηρωικές πράξεις ανδρείας, που εκτυλίσσονται σε παράλληλους κόσμους με ευθεία αναγωγή στην ωμή πραγματικότητα. Τα πνευματικά τέκνα του Bill Tsamis (Warlord, Lordian Guard) που άναψαν τη φλόγα, άφησαν βαριά κληρονομιά που τιμήθηκε θριαμβευτικά με ένα ρεσιτάλ αγνού λυρισμού και ατόφιου ρομαντισμού, που παρουσιάστηκε μεγαλοπρεπώς με το “Iriath”. Άρτιο ποιοτικό ντεμπούτο που φιγουράρει δικαιωματικά στις κορυφαίες θέσεις του εγχώριου και μη, επικού heavy metal.
Είδος: Epic Heavy Metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Steel Gallery Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 6 Δεκεμβρίου 2024