Ο πονοκέφαλος της λίστας είναι μια μουσική πανδημία που επιστρέφει τέτοια εποχή κάθε χρόνο και απαιτεί τον δικό του εξορκισμό. Οι συντάκτες του Soundcheck μάζεψαν τα κουκιά τους και, κάνοντας τον γύρο του μουσικού χρόνου σε μόλις είκοσι άλμπουμ, μας δίνουν την συνολική εικοσάδα των προτιμήσεων. Όχι απαραίτητα οι πιο δημοφιλείς ή οι πιο ιστορικοί δίσκοι, σίγουρα όμως αυτοί που μίλησαν περισσότερο στην καρδιά και στο μυαλό μας, και τελικά κέρδισαν πολύ από τον χρόνο μας.
Συνεχίζουμε και σήμερα την αντίστροφη μέτρηση από τις θέσεις 8 ως και 5.
8. DAVID GILMOUR: “Luck and Strange”
Αν κάποιος από τους θιασώτες της άποψης να σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, διαβάσει πως το πέμπτο προσωπικό άλμπουμ του μυθικού κιθαρίστα, με στίχους φυσικά της γυναίκας του συγγραφέα Polly Samson, αναφέρεται στη θνησιμότητα και τη γήρανση, θα νιώσει μια ζωηρή δικαίωση. Αν μάλιστα, μάθει πως η διαδικασία ήταν αρκετά οικογενειακή υπόθεση, με την κόρη του να συμμετέχει στα φωνητικά και την άρπα, και το γιό του στα δεύτερα φωνητικά, θα βγάλει από το συρτάρι του το T-shirt με το σλόγκαν για το rock που πέθανε. Ας μην ξεχνάμε όμως πως ο Gilmour ήταν γενικά πάντα ένας πολύ cool τύπος που έχει σαν τακτική του να αποφεύγει τις ακρότητες. Έτσι, μάζεψε μερικές από τις πιο όμορφες μελωδίες που σκάρωσε τον τελευταίο καιρό, επικαλέστηκε κάποια θέματα στα πλήκτρα από τον μεγάλο Richard Wright, που πέθανε το 2008, και χωρίς πυροτεχνήματα μας έδωσε μια χούφτα ευαίσθητα τραγούδια. Εδώ που τα λέμε, μια απόπειρα να σκιαγραφήσεις την αναπόφευκτη θνητότητα, δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με μεγαλόσχημες απόπειρες και φιλόδοξα, μακρόπνοα πλάνα. Σοφά, ο Gilmour παραμένει λιτός, ευάλωτος, ανθρώπινος, κοντινός, με την κιθάρα του να εξακολουθεί να γαργαλά τις αδύναμες παρυφές της νοσταλγίας.
Ο David Gilmour είπε: “Νομίζω ότι η μουσική βιομηχανία είναι δύσκολη αυτές τις μέρες και για τους ανθρώπους που ηχογραφούν σε αυτήν, οι ανταμοιβές δεν είναι δικαιολογημένες. Οι πλούσιοι και οι ισχυροί έχουν αφαιρέσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων. Ήμουν τυχερός που υπήρξα μέρος των χρυσών χρόνων όταν υπήρχε πολύ καλύτερο μερίδιο στους μουσικούς, οπότε υποστηρίζω οτιδήποτε μπορούσε να γίνει για το κάνει αυτό πιο εύκολο. Ο εργαζόμενος μουσικός σήμερα πρέπει να βγει και να παίξει ζωντανά, δεν μπορούν να επιβιώσουν με άλλο τρόπο. Δεν θα το κάνουν με τη διαδικασία της ηχογράφησης και αυτό είναι τραγωδία γιατί αυτό δεν είναι ενθαρρυντικό για τη δημιουργία νέας μουσικής. Δεν είναι η σπουδαιότερη εποχή που έχει περάσει ο κόσμος, καθώς σταδιακά όλη η δουλειά μεταφέρεται στα ρομπότ και την τεχνητή νοημοσύνη, και ο αριθμός των ανθρώπων που παίρνουν τα χρήματα γίνεται όλο και μικρότερος και γίνονται όλο και πλουσιότεροι.
Πάντα μου άρεσε η ξυλουργική. Έχω φτιάξει πράγματα από ξύλο σχεδόν σε όλη μου τη ζωή, από μηχανήματα αφαίρεσης μπότας μέχρι τραπέζια, δεντρόσπιτα, μέχρι καΐκια. Οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών εταιριών δεν είναι πολύ ευτυχισμένοι που το κάνω αυτό, με την πιθανότητα να κόψω τα δάχτυλά μου.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Καπετανόπουλο, εδώ.
7. BLOOD INCANTATION: “Absolute Elsewhere”
Τα ανήσυχα παλικάρια του Denver είχαν προειδοποιήσει για την αδίστακτη τακτική να δαμάζουν φαινομενικά συγκρουόμενα μουσικά ιδιώματα. Φέτος όμως το κουαρτέτο μας πρόσφερε ένα απερίγραπτα ευχάριστο σοκ με το τέταρτο έργο του. Ορμώμενοι από μια τεράστια αίσθηση ελευθερίας, ξεχύνονται σε ένα μουσικό ταξίδι, το οποίο οι ίδιοι περιέγραψαν σαν το soundtrack ενός έπους επιστημονικής φαντασίας τύπου Herzog, για την ιστορία και τη μάχη της ίδιας της ανθρώπινης συνείδησης. Με τη δεδομένη πρόθεση να συμπράξει το προοδευτικό death metal με το krautrock, και την εμμονή των Pink Floyd να κρατά το φανάρι σε αυτό το μουσικό όργιο, χωρίζουν το έργο τους σε δυο 20λεπτα τραγούδια, δυο πλούσιες μουσικές εξερευνήσεις με εκτροπές, χρώματα, ανατροπές, εξελίξεις, ένα χάος σε τάξη από συνθετικές λεπτομέρειες που αποπλανούν τον ακροατή σε μια εμπειρία σχεδόν υπερβατική. Η προφανής ευδαιμονία μιας μπάντας που απολαμβάνει τα ρίσκα της μεγεθύνεται από την ηχογράφηση αυτού του διαμαντιού στο Hansa Tonstudio του Βερολίνου, εκεί που οι ιστορικές δημιουργίες μύθων όπως ο Bowie, ο Iggy Pop, ο Eno, οι Eloy, οι Depeche Mode και πολλοί άλλοι, άφησαν τη μαγική τους αύρα.
Ο ντράμερ Isaak Faulk είπε: “Μέρος αυτού που προσπαθεί να κάνει η μουσική μας είναι να ξεπεράσει αυτά τα όρια όχι μόνο του είδους, αλλά και ό,τι μπορεί να είναι ένα συγκρότημα, ό,τι μπορεί να κάνει ένα συγκρότημα. Θα μιλούσαμε για αυτά τα πράγματα ακόμη και πριν από μια δεκαετία. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μέρος του τι αφορούσε το Blood Incantation. Επανεξετάζοντας τις βαθιές πεποιθήσεις μας για το από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε…
Νομίζω ότι το κύριο μέρος είναι απλώς να αμφισβητούμε οτιδήποτε μας λένε ότι είναι η ιστορία μας σαν ανθρώπινα όντα. Επειδή υπάρχει τόση αμνησία στο είδος μας. Έτσι, από αυτήν την αμφισβήτηση της κοινωνίας, ό,τι κι αν είναι, νομίζω ότι αυτό είναι το πρώτο βήμα, κοιτάζοντας σε αυτό. Τότε μπορεί να αρχίσει κανείς να κοιτά προς τα μέσα και να αμφισβητεί τον εαυτό του και τη συνείδησή του και τις δικές του επιθυμίες, τους δικούς του στόχους, και όλα αυτά τα πράγματα, αμφισβητώντας ακόμη και τις πιο έντονες πεποιθήσεις του.
Η συνείδηση όπως η δυτική επιστήμη τη θεωρεί, είναι απλώς μια τυχαία ποσότητα νευρώνων που εκτοξεύονται και ότι δεν υπάρχει κάτι βαθύτερο. Αυτό μπορεί να είναι εντελώς αλήθεια, αλλά νομίζω ότι καθώς εμβαθύνουμε σε αυτό, αρχίζει να φαίνεται ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα, και υπάρχουν αυτές οι βαθύτερες συνδέσεις μεταξύ όλης της συνείδησης και όλης της ζωής.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Νίκο Κορέτση, εδώ.
6. SUNBURST: “Manifesto”
Χρειάστηκε να περάσουν οχτώ ολόκληρα χρόνια για να ζήσουμε τη συνέχεια του “Fragments of Creation”. Για τη χώρα μας, όπου η ενασχόληση με τέτοιου είδους μουσική συγχωρείται μόνο σαν χόμπι, βίτσιο, επιπλέον ενασχόληση, πέρασμα του ελεύθερου χρόνου και όλα τα υπόλοιπα φαιδρά, δεν είναι και η ευκολότερη υπόθεση να παραμείνεις πιστός στο όραμά σου, χωρίς την παραμικρή έκπτωση, και να φτάσεις στην κορυφή που έθεσες σαν στόχο, ενώ ταυτόχρονα βιοπορίζεσαι, τις περισσότερες φορές, με κάτι εντελώς άσχετο. Λίγο και με την βοήθεια της πανδημίας, οι Sunburst μας άφησαν σε αναμμένα κάρβουνα για καιρό, και παραλίγο να αρπάξουμε, όμως τελικά άξιζε την αναμονή. Γιατί πράγματι, το πρώτο χαρακτηριστικό του δεύτερου άλμπουμ τους, με τον τίτλο “Manifesto” είναι η μανιώδης απώλεια έκπτωσης στο παραμικρό. Η μπάντα γύρισε με ακόμα πιο απαιτητικό καμβά, οι διαπραγματεύσεις της υψηλής τεχνικής με το βαθύ συναίσθημα έχουν γίνει ακόμα πιο φορτισμένες, η μελωδία εξακολουθεί να βασιλεύει πάνω από σύνθετες δομές και περιπετειώδη τραγούδια. Με έναν πλούσιο τρόπο, όλοι όσοι αρέσκονται σε ακούσματα που ανοίγονται στο progressive, το power, το σύγχρονο μοντέρνο metal, θα βρουν αμέτρητους λόγους να ψηφίσουν αυτό το μουσικό Μανιφέστο. Με την ολοκληρωτική αναγνώριση και τη θερμή υποδοχή του άλμπουμ και έξω από τη χώρα μας, και τη φόρμα που έχουν αυτή την περίοδο στο σανίδι, μοιάζει να έφτασε η στιγμή για μεγαλύτερα στοιχήματα.
Ο κιθαρίστας Gus Drax είπε: “ Έχουμε πολλά κοινωνικά θέματα, ειδικά στα μεγαλύτερα κομμάτια όπου έχουμε τον χρόνο να τα αναπτύξουμε. Για παράδειγμα, το “Flood” που ανοίγει το άλμπουμ, πραγματεύεται την κοινωνία του 2024, όλες εκείνες τις διαδικτυακές περσόνες και διασημότητες, και όλο αυτό το παραμύθι, που καταστρέφει τελικά την κοινωνία και το ανθρώπινο πνεύμα. Προσπαθούμε να περιγράψουμε όλη αυτή την κατάσταση χρησιμοποιώντας την ανησυχία μας για αυτήν. Ένα πολύ βασικό θέμα είναι η καθημερινή πραγματικότητα, τα καθημερινά προβλήματα που μπορεί να έχει ένας άντρας, από την επιβίωση μέχρι οτιδήποτε άλλο. Μπορούμε επίσης να μπούμε σε θρησκευτικά θέματα, όχι με τον τρόπο που θα το έκανε ένα black metal συγκρότημα, παλεύοντας με θεούς και δαίμονες, αλλά εκφράζουμε προσωπικές ανησυχίες καθώς μεγαλώνουμε. Ο καθένας έχει τις δικές του υποχρεώσεις και νομίζω ότι η προσωπική μας ζωή προσφέρει πολλά ερεθίσματα για να γράψουμε μουσική και στίχους.
Έχω τέτοια εμπιστοσύνη στον τρόπο που λειτουργεί η εταιρεία μας, και είμαι πολύ ικανοποιημένος με την εταιρεία μας αλλά και με τη σχέση που έχουμε με τον Emil που είναι ο επικεφαλής της εταιρείας και τα υπόλοιπα πράγματα εκεί, και δεν σκοπεύω να αλλάξω απλά για να έχω όνομα μεγαλύτερης εταιρείας. Με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα και όταν έχω ένα άτομο που μπορώ να εμπιστευτώ απόλυτα, και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα παραδείγματα για να αποφύγω αυτά που ανέφερα πριν, και έχοντας επίσης την εμπειρία με τους Suicidal Angels για να αντιμετωπίσω τη βιομηχανία από μέσα, προτιμώ να ασχοληθώ με ανθρώπους που θα μου φερθούν καλά επαγγελματικά και προσωπικά.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Άγγελο Χόντζια, εδώ.
5. OPETH: “The Last Will and Testament”
Ο αγαπημένος Μιχάλης, ο οποίος είναι ένας καταπληκτικός τύπος, έφτασε και αυτός στη χρονική στιγμή να βιώσει το μένος των σκληροπυρηνικών φίλων της μπάντας, όταν το μονοπάτι που διάλεξε με το “Heritage” του 2011, απέβαλε τα χαρακτηριστικά growls του και έσπρωξε τη μουσική σε μια περισσότερο progressive hard κατεύθυνση. Η φετινή δισκογραφική επιστροφή των Opeth μετά από πέντε χρόνια σιωπής, καλλιέργησε σε αρκετούς την εντύπωση μιας επαναφοράς σε παλαιότερες μέρες τους. Η αλήθεια είναι πως ο Akerfeldt έχει μια ακεραιότητα και μια συνέπεια στο προσωπικό του όραμα, που είναι αξιοθαύμαστη. Ναι, τα growls γύρισαν, όχι γιατί ο ηγέτης γυρεύει διπλωματικά μια συμφιλίωση με τους δυσαρεστημένους, αλλά γιατί εξυπηρετούν πολλές από τις ανάγκες του νέου έργου. Το γεγονός πως αυτή τη φορά επέλεξε να περιγράψει με τη μουσική του μια συγκεκριμένη σκοτεινή ιστορία, κάνοντας ένα ξεκάθαρα concept άλμπουμ, έθεσε και τις ανάγκες για τα ανάλογα δεδομένα. Οι Opeth εξακολουθούν να γέρνουν την πλάστιγγα αισθητά προς το progressive metal, με όλα τα συνοδευτικά χαρμάνια τους, αλλά στην πολυμορφία της υπόθεσης θα συναντήσει κανείς και πιο ακραίους υπαινιγμούς. Η μουσική όμως τελικά χωρίζεται απλά σε καλή και κακή, και για όσους αισθάνονται άνετα στο σημερινό χωράφι των Opeth, το νέο τους έργο είναι μια καταπληκτική αναπλαστική, μουσική, θεατρική, αφηγηματική παράσταση που κόβει την ανάσα.
Ο Akerfeldt είπε: “Συνήθως ξεκινάω με τη μουσική. Αλλά είχα την ιδέα, και τελικά άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία και έγραψα μερικές σημειώσεις. Έπρεπε να συνδέσω και τα τραγούδια. Ήθελα να κάνω την αλληλουχία με καλό, φυσικό τρόπο για τη μουσική. Δεν θέλεις να ρίξεις το φορτίο σου στα πρώτα δέκα λεπτά, ας πούμε. Μου αρέσει το είδος της ρέουσας αλληλουχίας των δίσκων, έτσι προσπάθησα να το ακολουθήσω πρώτα, μουσικά. Αλλά όταν είχα τους στίχους αυτών των τραγουδιών, δεν μπορούσα να τους αλλάξω, γιατί πρέπει να είναι με χρονολογική σειρά. Οπότε ήταν ίσως λίγο περισσότερη δουλειά από ό,τι συνήθως, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική, νομίζω. Και πήρα πολύ βοήθεια από την κοπέλα μου. Αυτή η ανατροπή στο τέλος ότι ο κεντρικός ήρωας δεν είχε παιδιά, αυτή ήταν η ιδέα της.
Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής ηχογραφήθηκε στο Rockfield, και προσθέσαμε λίγο mellotron στο σπίτι μου, φωνητικά και κάποια άλλα εφέ και πράγματα εκεί. Μερικά από τα σόλο, ο Fredrik τα έγραψε στο σπίτι στο στούντιο του. Ο Ian Anderson των Jethro Tull είναι σε αυτό, έκανε τις αφηγήσεις του σε κάποιο στούντιο, δεν ξέρω πού. Και ο Joey Tempest από τους Europe είναι επίσης στον δίσκο, και έκανε τα φωνητικά του σε κάποιο άλλο στούντιο. Έτσι, ένα σωρό διαφορετικά στούντιο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του υλικού ήταν στο Rockfield. Είναι ένα εξαιρετικά cool μέρος. Το λατρεύω. Το Rockfield σου προσφέρει μια ηρεμία και είσαι σχεδόν, δεν θα έλεγα απομονωμένος, αλλά είσαι έξω μακριά από την πόλη, σε μια φάρμα. Άρα ήταν καλό να συνδεθείς με ένα νέο μέλος που έρχεται όπως ο ντράμερ Waltteri Väyrynen. Μείναμε όλοι εκεί για όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης, κάνοντας παρέα, παίρνοντας δείπνο, πίνοντας μπύρα, κουβεντιάζοντας και απλά εστιάζοντας στο δίσκο.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Γεωργίου, εδώ.