Φαντάζομαι οι περισσότεροι του συναφιού μας στα παιδικά μας χρόνια, θα μέναμε αποσβολωμένοι, όταν οι μεγαλύτεροι μας διηγούνταν ιστορίες που είχαν να κάνουν με την θάλασσα. Και λίγο αργότερα, όταν πλέον καταλαβαίναμε πολλά περισσότερα, σίγουρα θα μας συνέπαιρναν οι πειρατικές περιπέτειες. Και όταν επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τον “δύσκολο” μουσικό “δρόμο” του heavy metal, υπήρχε μια μπάντα που μας θύμιζε αυτές τις ιστορίες και με συνοπτικές διαδικασίες, έγινε η αγαπημένη μας. Ναι, μιλάω για τους “οργανωτές” του pirate metal, Running Wild. Μία μπάντα, που διαμόρφωσε ένα ολόκληρο υποείδος του heavy metal, που πήγε “κόντρα” και επικράτησε των “στεγανών” που ίσχυαν στην σκηνή. Και ενώ κοντεύει πλέον τον μισό αιώνα “ζωής”, και ενώ μετρά πολλές και σημαντικές επιτυχίες δισκογραφικά, πάντα θα μας έρχεται στο μυαλό, εκείνο το ανυπέρβλητο pirate metal αριστούργημα, που ακούει στον τίτλο “Death Or Glory” και κατόρθωσε να αναδείξει το “πειρατικό” μεγαλείο των Γερμανών.
Θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο σχεδόν μισό αιώνα πίσω, στο μακρινό 1976 και στο Αμβούργο, όταν οι Rolf Kasparek, Uwe Bendig, Jorg Schwarz και Michael Hoffman ξεκινούσαν ένα φιλόδοξο heavy/speed metal σχήμα, υπό το όνομα Granite Heart. Πολύ σύντομα, ο Carsten David αντικατέστησε τον Jorg Schwarz στο μπάσο, ενώ η μπάντα αποφάσισε να μετονομαστεί σε Running Wild, από το ομώνυμο κομμάτι των Metal Gods, Judas Priest. Εκείνη την χρονιά (1979), οι Carsten David και Michael Hoffman αποχωρούν και οι Matthias Kaufmann και Wolfgang “Hasche” Hagemann παίρνουν τις θέσεις τους, αντίστοιχα. Το 1981, οι Running Wild ηχογραφούν το πρώτο τους demo, με τα “Hallow The Hell”, “War Child”, “King Of The Midnight Fire” να περιέχονται σε αυτό και με την θεματολογία τους να κινείται γύρω από τον Σατανισμό. Τα δύο πρώτα κιόλας, αργότερα το 1984, θα κερδίσουν μια θέση στην συλλογή “Debüt №1” της Raubbau Label. Η “λαίλαπα” των αποχωρήσεων συνεχίστηκε με τους Uwe Bendig και Matthias Kaufmann αυτήν την φορά, και τους Gerald “Preacher” Warnecke και Stephan Boriss να τους αντικαθιστούν, με την μπάντα να βάζει “πλώρη” για το ντεμπούτο της. Το “Gates To Purgatory” όπως τιτλοφορούνταν, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1984 από την Noise Records και κατάφερε να ξεσηκώσει το κοινό, δημιουργώντας μια οπαδική cult “βάση” πλέον, για τους Γερμανούς.
Λίγο μετά την κυκλοφορία του “Gates To Purgatory”, ο Gerald “Preacher” Warnecke εγκαταλείπει το group για να γίνει πάστορας και την θέση του αναλαμβάνει ο Majk Moti. Οι Running Wild ξεκινούν τις ηχογραφήσεις του δεύτερου album τους, με το “Branded And Exiled” να βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1985. Και κάπου εκεί, οι Γερμανοί δείχνουν να “μεταλλάσσονται” θεματικά, στρέφοντας την προσοχή τους στην πειρατεία. Το “Under Jolly Roger” που κυκλοφόρησε το 1987, ήταν το πρώτο δείγμα της pirate metal “ιδέας” των Running Wild και το τελευταίο των Stephan Boriss και Wolfgang “Hasche” Hagemann με την μπάντα. Τίποτα πλέον δεν θα ήταν το ίδιο στο heavy metal, μετά από αυτό το album. Οι Jens Becker και Stefan Schwarzmann προσχωρούν στο group και ξεκινούν την διαδικασία για το τέταρτο δισκογραφικό “χτύπημά” τους. Το “Port Royal” ήταν εκείνος ο δίσκος, που οι Running Wild “ωρίμασαν” συνθετικά, “μελετώντας” πολύ περισσότερο τα ιστορικά γεγονότα και δημιουργώντας πιο αληθοφανείς πλέον συνθέσεις. Ο Stefan Schwarzmann αποχωρεί μετά από ένα χρόνο μόλις, με τον Iain Finlay να παίρνει την θέση του πίσω από το drumkit και την μπάντα να μπαίνει στο στούντιο, για αυτό που έμελλε να είναι η pirate metal “ναυαρχίδα” των album τους. Το “Death Or Glory” κυκλοφόρησε στις 8 Νοεμβρίου του 1989, σε συμπαραγωγή των Rolf Kasparek και Karl-U. Walterbach και μίξη του Jan Němec, στο Studio M στο Ανόβερο, με το εξώφυλλο να είναι μια δημιουργία του Sebastian Krüger. Το pirate metal είναι εδώ, στην πιο κυριαρχική μορφή του! Το “Death Or Glory” βρίσκει πλέον την θέση του στο πάνθεον των κλασικών heavy metal album, αδιαμφισβήτητα.
Για όσους έχουν ακολουθήσει το «φαινόμενο» Running Wild από την «γέννησή» του, θα έχουν αντιληφθεί «ιδίοις όμασοι» τις ηγετικές ικανότητες και την μουσική ευφυΐα, που ακούει στο όνομα Rolf Kasparek. Γιατί, πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν καλλιτέχνη, που προβλέπει τις «κακοτοπιές» και αναλαμβάνοντας την ευθύνη τις αποφεύγει ή που με αριστοτεχνικό τρόπο κατορθώνει να μετατρέψει κάτι κοινό, σε κάτι μοναδικό; Υπό τις «οδηγίες» του Kasparek, οι Running Wild «εφηύραν» έναν μοναδικό heavy metal ήχο, που τους ξεχώρισε από την «σωρό» και παράλληλα «ξέφυγαν» από μια θεματολογία που έδειχνε να τους «κρατάει» πίσω, προκρίνοντας μία άλλη, πιο μυστηριώδης, πιο περιπετειώδης, που μπορούσε να «ερεθίσει» και να κρατήσει σε «αγωνία» τον ακροατή, να «κερδίσει» την αμέριστη προσοχή του. Οι πειρατικές ιστορίες και οι θρύλοι των θαλασσών, ήταν από εκείνες τις «πηγές» έμπνευσης, που μπορούσαν να «μαγνητίσουν» τον οπαδό και ο εύστροφος Rock ‘N’ Rolf το είχε διακρίνει. Το κυνήγι του θησαυρού, οι πειρατικοί θρύλοι, οι μάχες στην θάλασσα, τα χωρίς όρια πειρατικά γλέντια, η αρμύρα της θάλασσας, οι ανταρσίες, οι λεηλασίες και όλα όσα περιστρέφονταν γύρω από την μαύρη σημαία με την νεκροκεφαλή, έγιναν «πηλός» στα χέρια του Kasparek και αυτός με την σειρά του «έπλασε» την pirate metal «ιδέα», όπως την είχε σχεδιάσει στο πολύστροφο μυαλό του, με το “Death Or Glory” να αποτελεί την ύψιστη εκδοχή του.
«Αποκρυπτογραφώντας» σιγά σιγά την ηχητική προσέγγιση του “Death Or Glory”, οι Running Wild δείχνουν να έχουν «ξεφύγει» πλήρως πλέον από αυτό το «δαιμονικό» speed metal των δύο πρώτων δίσκων τους, «φτάνοντας» σε ένα speed/heavy «πειρατικό», μυστηριώδη ήχο. Έναν ήχο, που έχει δοκιμαστεί στον αχό της «μάχης», που έχει συνηθίσει την αρμύρα της θάλασσας, που έχει «μεθύσει» από το άφθονο ρούμι, που έχει «σκληραγωγηθεί» στις λεηλασίες, που έχει «αναλωθεί» στο κυνήγι του θησαυρού, που «ζωντανεύει» από τις περιπέτειες. Μία heavy/speed προσέγγιση, που είναι γεμάτη από την πειρατεία του Tortuga Bay, που μοιάζει να έχει βγει από τα πιο «σκληρά» πειρατικά «καταγώγια», που «γυαλίζει» το μάτι της για ποτό, αίμα και χρυσό. Έναν «σφιχτοδεμένο», speed-άτο heavy ήχο, που υμνεί τις θαλασσινές περιπέτειες, που έρχεται κατευθείαν από την «άβυσσο» της θάλασσας. Είναι εδώ στο “Death Or Glory”, που το «αγριωπό» pirate metal του “Under Jolly Roger”, «μεταμορφώνεται» στην πιο αψεγάδιαστη και «οργιαστική» μορφή του, χωρίς ωστόσο να χάνει την «σκληράδα» του. Είναι εδώ, που η παγκόσμια heavy metal κοινότητα, έρχεται σε πρώτη επαφή με την ολοκληρωμένη pirate metal ιδέα των Γερμανών και μένει «εμβρόντητη» από το ανηλεές speed «σφυροκόπημα». Το “Death Or Glory” έχει αυτό το σπάνιο «χάρισμα», να «εθίζει» τον ακροατή στο πειρατικό metal με την πρώτη νότα, να τον «παγιδεύει» στο κατάστρωμα κάποιου πειρατικού στον όρμο της Tortuga, να τον μετατρέπει σε «πρωταγωνιστή», σε ένα ανελέητο κυνήγι θησαυρού, ηχητικά. Πατώντας το play, νοιώθεις την αδρεναλίνη να ανεβαίνει και τους Running Wild κάπου δίπλα σου, έτοιμους για «μάχη». Το “Death Or Glory” έχει «αγγίξει» την ηχητική «κορύφωση» και αυτό δεν κρύβεται.
Εκεί όμως που οι Running Wild δείχνουν μία απίστευτη «ωριμότητα» και ευστροφία, είναι στην «επιλογή» και δημιουργία των συνθέσεων. Το “Death Or Glory” είναι γεμάτο με «ψαγμένες» και άρτια «δομημένες» συνθέσεις, που φέρουν την «υπογραφή» του ηγέτη των Γερμανών, Rolf Kasparek, και της μοναδικής metal-ικής προσωπικότητάς του. Συνθέσεις, που οι Running Wild έχουν «μελετήσει» και κατορθώνουν να «ακουμπούν» πολύ πιο ρεαλιστικά πλέον ιστορικά γεγονότα, καταφέρνοντας ωστόσο να διατηρούν και εκείνο το σαγηνευτικό «μυστήριο», που εξιτάρει τον οπαδό. Κομμάτια, ιδανικά «πλασμένα» να «εκθειάσουν» την πειρατεία, με έναν αψύ «χαρακτήρα» από την αρμύρα της θάλασσας. Speed-άτα, καλοστημένα riff, που «μυρίζουν» μπαρούτι και θάλασσα, περίτεχνα solo, μία φοβερά ταιριαστή ατμόσφαιρα, βγαλμένη από την περίοδο που οι πειρατές υπήρξαν ο φόβος και ο τρόμος των θαλασσών, και οι πιο μεστές ερμηνείες του Kasparek, είναι κάποιες από τις πιο «χτυπητές» αποκαλύψεις του δίσκου. Το “Death Or Glory” αποδεικνύει περίτρανα, ότι οι Γερμανοί δεν «αστειεύονταν», δεν λειτούργησαν «εν βρασμώ» ακολουθώντας έναν παράλληλο «δρόμο» με το heavy metal ηχητικά, αλλά υπήρχε και το ιδανικό συνθετικό «υπόβαθρο» στο μυαλό τους, για να μεγαλουργήσουν σε αυτό που χαρακτηρίζουμε πλέον όλοι pirate metal, με το ίδιο το album να αποτελεί την «ναυαρχίδα» του. Το songwriting έχει γίνει πιο «εύπεπτο», με μια «νότα» μελωδικότητας, «ξεφεύγοντας» από εκείνη την «τραχιά» μορφή του “Under Jolly Roger”, ενώ το rythm section παραμένει στιβαρό, παρά τις πολλές αλλαγές στο line up. Τα κιθαριστικά μέρη μοιάζουν με «κανονιοβολισμούς» και «κλαγκές» σπαθιών σε κάποιο πειρατικό ρεσάλτο, ενώ η ατμόσφαιρα θυμίζει πειρατικό «κρησφύγετο», «βρωμάει» ρούμι και λάφυρα. Κομμάτια πειρατικοί ύμνοι, όπως τα “Riding The Storm”, “Running Blood”, “Marooned”, “Tortuga Bay”, “Evilution” και το ομώνυμο “Death Or Glory”, συνθέσεις με ιστορικές αναφορές, όπως τα “The Battle Of Waterloo” και το ορχηστρικό “Highland Glory (The Eternal Fight)”, τραγούδια με κλασικό heavy metal προσανατολισμό, πιο «πιασάρικα», όπως τα “Renegade” και “Bad To The Bone”, δημιουργούν ένα εκπληκτικό συνθετικό σύνολο, ικανό να «κερδίσει» και τον πιο απαιτητικό ακροατή του σκληρού ήχου. Και με bonus κομμάτι το “March On” από το “Bad To The Bone” Ep, το “Death Or Glory” καταλήγει σε έναν επιβλητικό pirate metal «θρίαμβο», συνθετικά.
Παράλληλα, οι Running Wild «υιοθετούν» και μία πιο ρεαλιστική «υπόσταση» για το εξώφυλλο, αποφεύγοντας αυτές τις «ζωγραφιστές καρικατούρες» των “Under Jolly Roger” και “Port Royal”. Ένα εξώφυλλο, που αναδεικνύει την τεράστια ηθική διαφορά και την «σύγκρουση» των δύο λέξεων του τίτλου του δίσκου, «Death» και «Glory». Μία τρομερή «ζωντανή» αποτύπωση, μιας περιόδου που ακόμη ξεχώριζαν οι «ηρωικές» πράξεις και υπήρχε μια «άγραφη» εντιμότητα. Από την άλλη, η παραγωγή λειτουργεί ως ένας ιδανικός «υποστηρικτής» του «οράματος» των Γερμανών, ωθώντας την μπάντα να «εξωτερικεύσει» στην πιο κυριαρχική μορφή του, αυτό το πειρατικό «πνεύμα» που κρατούσε «αλυσοδεμένο» τόσο καιρό.
Το “Death Or Glory” προφανώς και δεν περίμενε τους «ύμνους» του διαδικτυακού και έντυπου τύπου, ούτε και του γράφοντα, για να αποδειχτεί πόσο τεράστιος δίσκος είναι και πόσο σημαντικός για τους Γερμανούς, αφού η διαχρονική του αξία είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Οι Running Wild συγκέντρωσαν όλο το ταλέντο τους, την ηχητική «ιδιαιτερότητά» τους και την συνθετική ευφυΐα του Kasparek, για να τελειοποιήσουν την pirate metal ιδέα τους και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει εκκωφαντικά. Το “Death Or Glory” αποτελεί ένα-album-μνημείο του heavy/speed metal, έναν δίσκο που μπορεί να «εμπνεύσει» τους οπαδούς. Και επειδή όπως λέγεται «ο καλός ο καπετάνιος, στην φουρτούνα φαίνεται», ο Rock ‘N’ Rolf απέδειξε περίτρανα πόσο «μαέστρος» είναι στο «πηδάλιο». Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να αναλύσω περισσότερο, γιατί το “Death Or Glory” είναι απαραίτητο να κοσμεί την δισκοθήκη σου.
Είδος: Heavy/Speed Metal
Δισκογραφική: Noise/EMI Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 8 Νοεμβρίου 1989
Facebook
Instagram