Είναι εκείνη η μαγευτική στιγμή, που αρκεί το άκουσμα του ονόματος ενός θρύλου της ροκ για να “ηλεκτρίσει” και το πιο απαθές κύτταρό σου, χωρίς να χρειάζεται να βυθιστεί σε μνήμες γεμάτες ήχους, εικόνες, εμπειρίες, ιστορίες και τα παραλειπόμενά τους. Αυτήν είναι η μοίρα που δρομολόγησαν “είδωλα” ολόκληρων γενιών, εμφυτεύοντας ένστικτα που ρίζωναν στον πυρήνα κάθε ανήσυχης φύσης. Η ίδια μοίρα στέκεται σήμερα συγκαταβατικά στην παραμικρή απόπειρα κάθε “ιερού τέρατος” να απελευθερώσει εμφατικά το κύκνειο άσμα του.
Μια τέτοια σκέψη φέρνει στο νου η πρόσφατη κυκλοφορία του 78χρονου πλέον David Gilmour με τίτλο “Luck and Strange”, μόλις η πέμπτη “προσωπική” σε περισσότερο από μισό αιώνα θητεία στο “καθήκον”. Μαζί του, πως θα μπορούσε διαφορετικά, μια ομάδα καταξιωμένων μουσικών με μακρά εμπειρία (και μια ποικιλία οργάνων) συνδράμουν στο εγχείρημα, με πολύτιμο αρωγό μέλη της οικογενείας του. Η σύζυγός του, συγγραφέας Polly Sampson έχει αναλάβει σχεδόν όλο το στιχουργικό μέρος (όπως κάνει τα τελευταία 30 χρόνια), η κόρη του Romany τραγουδά το “Between Two Points” (και κάνει δεύτερα φωνητικά σε αρκετά ακόμη τραγούδια), ο γιος του Gabriel κάνει επίσης δεύτερα φωνητικά σε 2 κομμάτια, ενώ ο έτερος γιος Charlie συνεισέφερε στιχουργικά στο κομμάτι “Scattered”.
Πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρώ πολύ σημαντικό τον τρόπο προσέγγισης του άλμπουμ. Υπάρχει η άποψη ότι όσο μεγαλύτερος είναι ένας καλλιτέχνης και όσο πιο σπουδαία είναι τα δημιουργήματά του, άλλο τόσο αυστηρή και αμείλικτη θα πρέπει να είναι και η αντίστοιχη κριτική. Αλλά και αυτή που λέει, ότι όταν η προσφορά σου είναι τόσο μεγάλη και αποφασίζεις λίγο πριν το τέλος της όγδοης δεκαετίας της ζωής σου να αφήσεις ένα ακόμη αξιοπρεπές λιθαράκι, σε αυτό που υπηρέτησες με συνέπεια και πίστη, οι απαιτήσεις να λιγοστεύουν. Έχοντας όλα αυτά κατά νου εντρυφούμε με ενδιαφέρον σε μια από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της μουσικής ζωής του David Gilmour.
Το πρώτο κομμάτι (“Black Cat”) είναι ένα πολύ σύντομο instrumental με πιάνο και κιθάρα, με σκοπό να εισάγει τον ακροατή στον ιδιαίτερο κόσμο του Gilmour. Ακολουθεί το ομώνυμο “Luck and Strange” και οι γνώριμοι ήχοι της γκρίζας φωνής αγκαζέ με τις κιθαριστικές πινελιές, θέτουν το ατμοσφαιρικό πλαίσιο που κυριαρχεί από την πρώτη στιγμή. Ήπια μελωδία, με την “παρουσία” πλήκτρων που ηχογραφήθηκαν από τον αείμνηστο Richard Wright των Pink Floyd το 2007 ένα χρόνο πριν το θάνατό του. Τα σπειροειδή σόλο της κιθάρας του David είναι αυτά που θα “απογειώσουν” το κομμάτι, σε έναν απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο στο δεύτερο μισό του.
Το “The Piper’s Call” κινείται στο ίδιο ανάλαφρο τέμπο με την χαρακτηριστική τραχιά φωνή να επιπλέει κατά μήκος της εξέλιξής του, η κιθάρα περισσότερο και τα πλήκτρα λιγότερο να οδηγούν την κυρίαρχη μελωδία και περισσότερο διακριτικά τα υπόλοιπα όργανα να ακολουθούν. Κι εδώ από την μέση περίπου και μετά οι διαθέσεις αλλάζουν με μια δυναμική είσοδο από μελωδικά solo, μακρόσυρτα αλλά τόσο ενδιαφέροντα που σε κρατάνε μόνιμα σε εγρήγορση. Αυτήν η πάγια πρακτική που σου δίνει την εντύπωση ότι τα τραγούδια είναι χωρισμένα σε δύο μέρη εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ. Γιατί ενώ οι συνθέσεις όσο όμορφα και αν αποδίδονται δεν τρέφουν τεράστιες δάφνες έμπνευσης, ο τρόπος που ο David κάνει την κιθάρα να πετάει σπίθες φέρνοντας απανωτούς μελωδικούς “οργασμούς”, αναδεικνύει το αναλλοίωτο στο χρόνο αστείρευτο ταλέντο του.
Το “A Single Park” δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη στη δομή και το ύφος, περισσότερο ειδυλλιακό παίρνει μια ελαφρώς μελαγχολική όψη, με χορωδίες από άλλες διαστάσεις και απαλές ορχήστρες πριν ένα ακόμη instrumental μερικών δευτερολέπτων (“Vita Brevis”) έρθει να το γεφυρώσει με το “Between Two Points”, μια διασκευή από το ντεμπούτο των Montgolfier Brothers (Seventeen Stars-1999). Σε αυτό βρίσκει την χρυσή ευκαιρία η κόρη του Romany να αναδείξει τις φωνητικές της δυνατότητες (πως και δεν την είχαμε ακούσει προηγουμένως άραγε) και να δώσει χρώμα σε ένα όμορφο αλλά σχετικά μονότονο μοτίβο, που δεν ξέρω αν θα “επιβίωνε” αν δεν έρχονταν να το ταρακουνήσει η “παρέμβαση” σπαρακτικών solo που άλλη μια φορά κερδίζουν τις εντυπώσεις. Μπορεί να είναι κουραστικό να το επαναλαμβάνω, αλλά αυτήν η “αναμενόμενη” κλιμάκωση που παρατηρείται παρασέρνει όλο το άλμπουμ σε άλλο επίπεδο.
Τα “Dark and Velvet Nights” και “Signs” προσφέρουν ένα όμορφο ατμοσφαιρικό ταξίδι χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, δεν ανακατεύουν τα ήρεμα νερά αλλά τα επιτρέπουν να κυλούν γαλήνια, αφήνοντας μια γλυκιά επίγευση με οικεία στοιχεία από το ανεξίτηλο στο χρόνο στίγμα των Pink Floyd.
Στοιχεία που θα έρθουν σαν πανίσχυρη ανάμνηση από ένα μεγαλειώδες παρελθόν με το τελευταίο και πιο φορτισμένο κομμάτι (“Scattered”), ενδιαφέρουσα σύνθεση και ταυτόχρονα έντονη συναισθηματικά εκτέλεση. Είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια (7:33) και περισσότερο αντιπροσωπευτικό μιας “γεμάτης” διαδρομής, συνοψίζει με τον πιο επικό τρόπο ένα φινάλε, το τελευταίο ίχνος αμέτρητων αποτυπωμάτων που διατηρήθηκαν πέρα από τα χρονικά δεσμά.
Η θεματολογία απόλυτα εναρμονισμένη με το συγκινητικό μουσικό περιεχόμενο φαίνεται αποστασιοποιημένη από το σήμερα, αγγίζει ζητήματα έντονου ψυχικού προβληματισμού, χωρίς να παίρνει θέση, αφήνοντάς τα με μια ελαφρά θλίψη, να αιωρούνται σαν μοιραία συστατικά μιας αναπόφευκτης κατάστασης. Οι δαίμονες που παλεύεις είναι ζωντανοί αλλά έχεις ήδη μάθει να συμβιώνεις μαζί τους, η αναδρομή σε φαντάσματα του παρελθόντος αδυνατίζει την κάποτε σπουδαία επίδρασή τους, αλλά ο χρόνος θα παραμένει πάντα αδυσώπητος, αγέρωχος σε οποιαδήποτε απόπειρα ελέγχου του. Αυτό αφήνει σαν τελευταία δήλωση ο David, …”time is a tide, it disobeys me”.
Σίγουρα η αρτιότερη προσωπική του δουλειά, ένα κράμα από τα πλέον αγαπημένα και γνώριμα χαρακτηριστικά μιας ιστορικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας. Ένα αγαπημένο δίπολο, μια φωνή να μιλάει στην ψυχή κι ένα solo κιθάρας να την ταξιδεύει, είναι η σφραγίδα γνησιότητας που με το “Luck and Strange” πιθανότατα μας αποκαλύπτεται για τελευταία φορά.
Υ.Γ.1: Ο Dave ξεκινά παγκόσμια περιοδεία, ενώ σκοπεύει να ηχογραφήσει νέο άλμπουμ.
Υ.Γ.2: Το bonus track “Yes I Have Ghosts” δεν θα έπρεπε να λείπει από το άλμπουμ.
Είδος: Rock
Δισκογραφική Εταιρεία: Sony Music
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 6 Σεπτεμβρίου 2024